Το βασανιστικό και ταπεινωτικό τέλος της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας
Του Λεωνίδα Βατικιώτη*
Καμία χώρα στην Δυτική Ευρώπη δεν
μπορεί να περηφανευτεί για την πολιτική της σταθερότητα ή την συνοχή του
πολιτικού της συστήματος. Από την Σκανδιναβία μέχρι τις μεσογειακές χώρες κι
από την Αγγλία μέχρι τις Βαλτικές δημοκρατίες τα ποσοστά δημοτικότητας
κορυφαίων πολιτικών αξιωματούχων είναι σε ελεύθερη πτώση, ιστορικά κόμματα
διαλύονται, ενώ ό,τι νέο εμφανίζεται προκαλεί στην καλύτερη περίπτωση αποστροφή.
Στη χειρότερη περίπτωση ανησυχία και φόβο, καθώς προέρχεται από το χώρο της
ρατσιστικής ξενοφοβικής ακροδεξιάς. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει στην Γαλλία δεν
μπορεί να συγκριθεί με ό,τι παρατηρείται στις υπόλοιπες χώρες. Η πολιτική κρίση
στη χώρα που γέννησε τον Διαφωτισμό έχει προσλάβει πρωτοφανείς διαστάσεις
διαβρώνοντας κάθε πλευρά του πολιτικού της συστήματος. Οι αιτίες της
εντοπίζονται σε δύο κατευθύνσεις: στην εφαρμογή μιας πολιτικής σκληρής
λιτότητας, που έχει οδηγήσει την Γαλλία στην ύφεση επί δύο συναπτά τρίμηνα
(πρώτο και δεύτερο του 2014) και στην πλήρη υποταγή του Παρισιού στο Βερολίνο.
Η φτωχοποίηση του πληθυσμού, όπως εκφράζεται με την εκτίναξη της ανεργίας (που
πλέον πλήττει 3,5 εκατ. εργαζομένους) σε ποσοστά άνω του 10% για πρώτη φορά, κι
η υποτέλεια απέναντι στην Γερμανία έχουν μετατραπεί σε ωρολογιακή βόμβα στα
θεμέλια της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Οι ραγδαίες και απρόβλεπτες
πολιτικές εξελίξεις στα τέλη του Αυγούστου αποτελούν ένα ξεχωριστό σημείο σε
αυτή την μακρά πορεία φθοράς του γαλλικού πολιτικού συστήματος. Στις 25
Αυγούστου συγκεκριμένα ο γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ προχώρησε σε
ανασχηματισμό της κυβέρνησής του, που κρίθηκε ριζικός όχι τόσο λόγω του αριθμού
των υπουργών που αντικαταστάθηκαν, αλλά λόγω της πολιτικής του σημασίας. Αφορμή
για τον ανασχηματισμό αποτέλεσε συνέντευξη που έδωσε ο υπουργός Βιομηχανίας
Αρνό Μονμπούρ κατά τη διάρκεια της οποίας επέκρινε την πολιτική λιτότητας που
επιβάλλει η Γερμανία. «Πρέπει να υπάρξει μια δίκαιη και υγιής αντίσταση στις
υπερβολικές εμμονές των γερμανών συντηρητικών. Πρέπει να υψώσουμε τον τόνο»
ήταν τα λόγια του. Συνέχισε δε με τα εξής, προφανή και αυτονόητα, για τους
περισσότερους Ευρωπαίους πολίτες: «Όταν λέω η Γερμανία ομιλώ για την Γερμανική
Δεξιά που υποστηρίζει την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ. Η Γαλλία δεν έχει την τάση
να ευθυγραμμίζεται με τα ιδεολογικά αξιώματα της γερμανικής Δεξιάς», τόνισε
υπενθυμίζοντας σε όσους επιλέγουν να ξεχνούν την καταστατική αναφορά στο
σοσιαλισμό και την Αριστερά της σημερινής γαλλικής κυβέρνησης. Τουλάχιστον γι’
αυτό τον λόγο την ψήφισαν 18 εκ. ψηφοφόροι τον Μάιο του 2012. Ο κορυφαίος
γάλλος υπουργός συνέχισε συγκρίνοντας την ευρωζώνη με «ένα νησί του Κάφκα, όπου
οι ηγέτες των κρατών-μελών πεισματικά ακολουθούν πολιτικές που εμποδίζουν την
ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της κρίσης. Η μείωση των ελλειμμάτων είναι
αντιοικονομική, διότι επιδεινώνει την ανεργία και συνιστά οικονομικό
παραλογισμό, διότι καθιστά αδύνατη την αποκατάσταση των δημόσιων λογαριασμών,
και προκαλεί πολιτική καταστροφή, διότι ρίχνει τους Ευρωπαίους στα χέρια των
δεξιών εξτρεμιστικών κομμάτων». Με αυτά του τα λόγια ωστόσο φάνηκε ότι πέρασε
την κόκκινη γραμμή, ασχέτως του γεγονότος ότι οι ευαισθησίες του συμβάδιζαν με
την αποστροφή που εκφράζει η κοινωνία για την πολιτική των περικοπών και τις
ενδείξεις που υπάρχουν ότι είναι θέμα χρόνου να ξεσπάσουν λαϊκές εξεγέρσεις. Σε
πρόσφατη έρευνα τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων δήλωσαν σίγουροι πως τους
επόμενους μήνες θα ξεσπάσει κοινωνική έκρηξη! Ο Φρανσουά Ολάντ έδιωξε από την
κυβέρνηση όχι μόνο τον ίδιο τον Αρνό Μονμπούρ αλλά κι άλλα δύο μέλη της
κυβέρνησής του που συνέπλεαν ιδεολογικά μαζί του: την υπουργό Πολιτισμού, Ορελί
Φιλιπετί, και τον υπουργό Παιδείας, Μπενουά Χαμόν.
Τραπεζίτης
στη θέση του αριστερού
Η σημασία της αλλαγής στην οποία
προχώρησε ο Ολάντ υπογραμμίστηκε με ακόμη πιο έντονα χρώματα από το πρόσωπο που
επέλεξε για να αντικαταστήσει τον Μονμπούρ καθώς το υπουργείο Βιομηχανίας
παραδόθηκε στον 36χρονο Εμμανουέλ Μακρόν, που μέχρι πρόσφατα ήταν σύμβουλος του
γάλου προέδρου ενώ παλιότερα εργαζόταν ως τραπεζικός επενδυτής στον αμερικανικό
χρηματοπιστωτικό οίκο Ρότσιλντ! Πιο πολλές και κραυγαλέες αντιφάσεις δεν
μπορούσαν να είχαν συγκεντρωθεί σε έναν διορισμό! Πρώτο, ο νέος υπουργός
Βιομηχανίας προέρχεται από έναν κλάδο οικονομικής δραστηριότητας (επενδυτική
τραπεζική – investment banking) που στο πλαίσιο της πρόσφατης κρίσης τράβηξε
πάνω του όλα τα βέλη της κριτικής λόγω του ότι με τις υπερβολές του και την
υψηλή μόχλευση των κεφαλαίων στην οποία επιδιδόταν έδωσε σε μια απλή κρίση
διαστάσεις συγκρίσιμες με αυτή του 1929. Δεύτερο, η απασχόληση του Μακρόν κατά
το παρελθόν σε μια αμερικάνικη πολυεθνική περιγελά τον παραδοσιακό γαλλικό
οικονομικό πατριωτισμό. Τρίτο, στο υπουργείο Βιομηχανίας, αν αποκλείσεις την
επιλογή πολιτικού ακολουθώντας μια σύγχρονη, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, τάση
που προκρίνει μη εκλεγμένους, επαγγελματίες της αγοράς και τεχνοκράτες μπορείς
να διορίσεις μηχανικό, χημικό, ακόμη και μάνατζερ. Όχι όμως τραπεζίτη, και
μάλιστα τραπεζίτη του επενδυτικού κλάδου που ως ειδικότητα έχει τον τζόγο κι ως
κίνητρο για κάθε επιλογή τις υψηλές βραχυπρόθεσμες αποδόσεις, όταν στη
βιομηχανία ιεραρχούνται διαμετρικά αντίθετες ιεραρχήσεις. Η επιλογή ωστόσο του
Ολάντ έρχεται να επιβεβαιώσει και σε επίπεδο προσώπων την υποταγή της
βιομηχανίας στην ολιγαρχία του χρήματος που πλέον θα αποφασίζει για την
δευτερογενή παραγωγή της Γαλλίας. Περιττό να ειπωθεί ότι οι εκπρόσωποι της
βιομηχανίας (Medef) μόνο σαμπάνια δεν άνοιξαν στο άκουσμα της είδησης,
βεβαιώνοντας έτσι τη γονιδιακή μετάλλαξη που έχει υποστεί κι η ίδια η
βιομηχανία. «Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης ήταν μια θαρραλέα κίνηση που θα
δώσει ώθηση στην εμπιστοσύνη», ήταν το σχόλιο των βιομηχάνων μετά την εκδίωξη
του Μονμπούρ. Ιαχές χαράς ακούστηκαν κι από την τράπεζα Μπάρκλευ’ς…
Κούβα η
Γαλλία!
Η νεοφιλελεύθερη στροφή που
σηματοδοτεί η υπουργοποίηση του Μακρόν επιβεβαιώνεται από τις θέσεις που είχε
διατυπώσει πολύ πρόσφατα. Ξεχωρίζει το σχόλιο που είχε κάνει όταν ο Φρανσουά
Ολάντ είχε εξαγγείλει την άνοδο του ανώτατου φορολογικού συντελεστή στο 75%.
Τότε η Γαλλία κατά τον Μακρόν «θα μοιάζει με Κούβα χωρίς ήλιο». Ανοιχτά επίσης
είχε θέσει και το θέμα της κατάργησης της κυριακάτικης αργίας, όπως ακριβώς
συμβαίνει σε όλο τον υπανάπτυκτο κόσμο εδώ και χρόνια όπου τα καταστήματα είναι
ανοιχτά Σαββατοκύριακα, αργίες ακόμη και νύχτες. Παρότι το ζήτημα της
κατάργησης της κυριακάτικης αργίας αργά ή γρήγορα θα τεθεί επί τάπητος και στην
πόλη του Φωτός για να ακολουθήσει όλη η Γαλλία ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς
μιλώντας στην γαλλική εθνοσυνέλευση στις 16 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο ψηφοφορίας
που ακολούθησε την ψήφο εμπιστοσύνης, δήλωσε πως θα το σεβαστεί, όπως επίσης
και το 35ωρο που είχε καθιερωθεί επί Λαϊονέλ Ζοσπέν χωρίς ωστόσο σήμερα να έχει
καμιά ουσιαστική επίδραση στην καθημερινότητα των εργασιακών σχέσεων των Γάλλων
απασχολουμένων. Με άταφο νεκρό περισσότερο μοιάζει…
Το σημαντικότερο ωστόσο μήνυμα που
έστειλε ο γάλλος πρωθυπουργός ήταν πως οι μεταρρυθμίσεις, στο πλαίσιο των
οποίων εκδιώχθηκε η αριστερή πτέρυγα από την κυβέρνηση, θα συνεχιστούν. Η
κυβέρνηση του Ολάντ δηλαδή θα στραφεί ακόμη πιο δεξιά. Σημείο τομής σε αυτή την
πορεία ήδη θεωρείται το λεγόμενο «σύμφωνο υπευθυνότητας», όπως το έχει ο ίδιος
ο πρόεδρος χαρακτηρίσει, προκαλώντας εσκεμμένα τις απαραίτητες συνηχήσεις με το
δημοσιονομικό σύμφωνο της ΕΕ που διατάσσει αιώνια λιτότητα. Ακρογωνιαίοι λίθοι
αυτού του συμφώνου, που θα συμπεριλαμβάνονται στον κρατικό προϋπολογισμό του
2015, είναι περικοπές στη φορολογία των επιχειρήσεων ύψους 40 δισ. ευρώ και
αντίστοιχες περικοπές κοινωνικών δαπανών ύψους 50 δισ. ευρώ. Πρακτικά η
«σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Ολάντ θα δώσει μια ανάσα ζωής στις μεγάλες (κι όχι
προφανώς τις μικρομεσαίες) επιχειρήσεις που θα δουν τα κέρδη τους να
αυξάνονται, ενώ την ίδια στιγμή για να διατηρηθεί η σημερινή ισορροπία στα
δημόσια οικονομικά θα μειώσει δραματικά τα κοινωνικά κονδύλια. Με άλλα λόγια το
εναπομείναν κοινωνικό κράτος της χώρας όπου γράφτηκε το Κοινωνικό Συμβόλαιο
θυσιάζεται για να βάλουν στην τσέπη μερικά δισ. ευρώ ακόμη οι μεγάλες
επιχειρήσεις.
Αυτή ακριβώς η εξόφθαλμη
φιλο-επιχειρηματική στροφή έχει προκαλέσει σημαντικούς τριγμούς στο
Σοσιαλιστικό Κόμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ψηφοφορία της 16ης
Σεπτεμβρίου 269 βουλευτές έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης (έναντι 244 που ψήφισαν
κατά), όταν μόλις τον Απρίλιο οπότε και πάλι ζητήθηκε ψήφος εμπιστοσύνης υπέρ
της κυβέρνησης ψήφισαν 306 βουλευτές (και 239 βουλευτές εναντίον). Μέσα σε έξι
μήνες δηλαδή η κυβέρνηση είδε την βάση στήριξης της να συρρικνώνεται και τους
αντιπάλους της να αυξάνονται. Σημαντικά συνέβαλε σε αυτή την εξέλιξη η
αποξένωση της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλιστών, καθώς σύμφωνα με όλα τα Μέσα
Ενημέρωσης γύρω στους 30 σοσιαλιστές βουλευτές επέλεξαν να απέχουν από την
ψηφοφορία, τιμωρώντας τον Ολάντ για την εκπαραθύρωση του Αρνό Μονμπούρ, ο
οποίος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις βάζει πλώρη να διεκδικήσει την γαλλική
προεδρία στις εκλογές του 2007.
Να φύγει ο
Ολάντ!
Το ερώτημα είναι τι θα γίνει μέχρι
τότε. Και είναι κάθε άλλο παρά ρητορικό καθώς ένα ασυνήθιστα μεγάλο ποσοστό της
τάξης του 62% δηλώνει σε όλες τις δημοσκοπήσεις σταθερά πως επιθυμεί ο Ολάντ να
μην ολοκληρώσει την θητεία του και να …αδειάσει τα Ηλύσια Πεδία όσο το δυνατό
συντομότερα. Η αποστροφή των Γάλλων απέναντι στον Ολάντ επιβεβαιώνεται επίσης
κι από τα χαμηλά επίπεδα στα οποία βρίσκεται η επιρροή του. Ποτέ, κανένας άλλος
πρόεδρος της Γαλλίας δεν είχε δει την δημοτικότητά του να σέρνεται μεταξύ 13%
και 19%, όπως συμβαίνει τώρα. Ακόμη κι ο Νικολά Σαρκοζύ λίγο πριν εγκαταλείψει
την προεδρία δεν είχε δει τα ποσοστά του να κυμαίνονται σε τόσο χαμηλά επίπεδα.
«Ποτέ ένας αρχηγός του κράτους δεν έχει απαξιωθεί τόσο πολύ» παρατηρούσε η
κεντροαριστερή εφημερίδα Λιμπερασιόν, χωρίς να κρύβει την απογοήτευσή της για
το πρόσωπο του Ολάντ.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι
της λαϊκής δυσφορίας απέναντί του, ήταν αναμφισβήτητα οι αποκαλύψεις που
περιέχονταν στο βιβλίο της πρώην συντρόφου του και δημοσιογράφου στο περιοδικό
Παρί Ματς, Βαλερί Τριερβελιέ. Σημαντικότερη όλων ήταν ο χαρακτηρισμός που
χρησιμοποιούσε για τους φτωχούς: «ξεδοντιάρηδες»! Ο ίδιος ο Ολάντ το διέψευσε,
χωρίς φυσικά να πείσει κανέναν. Σε λίγη ώρα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πήραν
φωτιά, αναπαράγοντας την ύβρη. Η αλήθεια είναι ότι ο συγκεκριμένος
χαρακτηρισμός έφερε στην επιφάνεια και συμπύκνωσε το ταξικό μίσος που ενώνει όλη
την σύγχρονη ευρωπαϊκή ελίτ απέναντι σε εκατομμύρια ανθρώπους που στερούνται το
δικαίωμα στην δουλειά και την δημόσια υγεία. Η φράση «ξεδοντιάρηδες» δεν ήταν η
πρώτη βρισιά που ακούστηκε από γάλλο κορυφαίο πολιτικό ενάντια στην φτωχολογιά.
Πριν λίγα χρόνια το ίδιο είχε πράξει κι ο Νικολά Σαρκοζύ χαρακτηρίζοντας
«αλήτες» τους νέους των παρισινών προαστίων. Δεν πρόκειται επομένως για ένα
μεμονωμένο περιστατικό. Αντίθετα, είμαστε μάρτυρες μιας κατάστασης βαθιάς
παρακμής όπου απίστευτοι καιροσκόποι και υποκριτές πολιτικοί που δημόσια
αναγκάζονται να δίνουν όρκους πίστης στους εργαζόμενους και τους ανέργους για
να υφαρπάξουν την ψήφο τους, στην ιδιωτική τους ζωή θυμίζουν όλο και συχνότερα
την Μαρία Αντουανέτα. Δεν προέρχονται μάλιστα προνομιακά από το χώρο της Δεξιάς,
αλλά εξ ίσου συχνά κι από τον έτερο πολιτικό πόλο: τη σοσιαλδημοκρατία…
Θατσερικός ο
Ολάντ!
Ο Φρανσουά Ολάντ φέρει προσωπική την
ευθύνη για την δεξιά στροφή του κόμματός του, που μέχρι και την δεκαετία του
’90, βρισκόταν πιο αριστερά από τα αδελφά κόμματα των άγγλων Εργατικών του Τόνι
Μπλερ ή των γερμανών σοσιαλδημοκρατών του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο ίδιος ο Ολάντ
επιχειρηματολογούσε με τα ακόλουθα λόγια στην εφημερίδα Λε Μοντ τον Αύγουστο
την συντηρητική του αναδίπλωση. «Υπάρχει πρόβλημα ζήτησης σε όλη την Ευρώπη που
κυρίως οφείλεται στις πολιτικές λιτότητας των προηγούμενων αρκετών χρόνων».
Αλλά καμιά ώθηση στην ζήτηση κατά τον Ολάντ δεν μπορεί να έλθει από τους
κρατικούς προϋπολογισμούς και τα εθνικά κράτη. Για τον ίδιο «οποιοδήποτε μέσο
κι αν χρησιμοποιήσει τον προϋπολογισμό για να επανεκκινήσει την οικονομική
δραστηριότητα θα αυξήσει το δημόσιο χρέος και θα επιδεινώσει το έλλειμμα στο
ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών. Η χώρα μας έχει πρόβλημα προσφοράς», κατέληγε
στη συνέντευξή του, δικαιολογώντας τα μέτρα περιορισμού της ζήτησης και
στήριξης της προσφοράς (δηλαδή των επιχειρήσεων) που εφαρμόζει. Ο ζήλος με τον
οποίο εφαρμόζει τα νεοφιλελεύθερα μέτρα ο Φρανσουά Ολάντ είναι τέτοιος ώστε το
βρετανικό περιοδικό Εκόνομιστ στο τεύχος της 30ης Αυγούστου τον χαρακτήρισε
«Θατσερικό», θέλοντας να δείξει την στροφή 180 μοιρών που έχει κάνει από το
2012 που κέρδισε τις εκλογές κι εγκαταστάθηκε στα Ηλύσια Πεδία μέχρι σήμερα.
Ωστόσο, ακυρώνοντας οικιοθελώς τα
εθνικά εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής και πετώντας την μπάλα στην
Ευρώπη, όπως έκανε με τα παραπάνω λόγια του ο Ολάντ, τίποτε θετικό ή ελπιδοφόρο
δεν προοιωνίζεται για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους της Γαλλίας. Κι
αυτό επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι εγγυητής της ανάπτυξης ή της ευημερίας
αλλά θεματοφύλακας της πιο αυστηρής λιτότητας. Την εισαγόμενη λιτότητα οι
Γάλλοι θα έχουν την ευκαιρία να την γνωρίσουν με έναν απρόσμενο τρόπο καθώς τα
κελεύσματα για περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και για σεβασμό των δεσμεύσεων
που έχουν αναλάβει, όπως για παράδειγμα την μείωση του δημοσιονομικού
ελλείμματος κάτω από το 3%, θα έχουν το μοναδικό προνόμιο να τα ακούν στην
μητρική τους γλώσσα. Αιτία είναι ο διορισμός του πρώην υπουργού Οικονομικών του
Ολάντ, Πιέρ Μοσκοβισί, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο οποίος θα έχει μάλιστα την
ευθύνη των οικονομικών υποθέσεων.
Ευρωπαϊκή
Επιτροπή υποχείριο της Γερμανίας
«Ο Μοσκοβισί κερδίζει την πολυπόθητη
θέση στα οικονομικά της ΕΕ αλλά φαίνεται απομονωμένος», ήταν ο τίτλος των
Φαϊνάνσιαλ Τάιμς στις 10 Σεπτεμβρίου στο άρθρο με το οποίο παρουσίαζαν την
σύνθεση της νέας Επιτροπής, υπό τον Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ που πήρε την σκυτάλη από
τον πορτογάλο Μανουέλ Μπαρόζο. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια Επιτροπή που
θωρακίζει την γερμανική ηγεμονία και την λιτότητα στην γηραιά ήπειρο. Το Τέταρτο
Ράιχ μάλιστα καταφέρνει να εδραιώνει την κυριαρχία του, χωρίς να μονοπωλεί όλα
τα αξιώματα μοιράζοντάς τα στις γνωστές χώρες δορυφόρους του. Εμφανίζεται
ασυνήθιστα γενναιόδωρο προσφέροντας κρίσιμα πόστα σε χώρες της περιφέρειας,
ακόμη και ανταγωνιστές του. Το κάνει φυσικά αφού πρώτα έχει εξασφαλίσει την
υποταγή τους, αφού δηλαδή το Βερολίνο είναι πρώτα σίγουρο ότι οι νέοι επίτροποι
θα λειτουργούν σαν πιστά φερέφωνά του, στηρίζοντας ενεργά την πολιτική της
λιτότητας.
Το «γαλλικό πάθημα» είναι εξόχως διδακτικό.
Ο Ολάντ πράγματι πάσχισε ώστε να πάρει την θέση του επιτρόπου για οικονομικές
υποθέσεις ο Μοσκοβισί κι εμφάνισε μάλιστα την ανάθεση του συγκεκριμένου
χαρτοφυλακίου όχι μόνο ως νίκη της Γαλλίας και τεκμήριο της αναβαθμισμένης
θέσης της, αλλά κι ως ένδειξη χαλάρωσης της αυστηρής πολιτικής λιτότητας που
επιβάλλει η Γερμανία μιας κι ο Μοσκοβισί προφανώς και συμφωνούσε ότι το
έλλειμμα πρέπει να πέσει κάτω από το 3%, αλλά δεν τον πείραζε καθόλου αν αυτό
συμβεί μετά από 2, 3 ή και πολύ περισσότερα χρόνια… Το Βερολίνο ωστόσο πολύ
γρήγορα έδειξε ότι κανένας Επίτροπος δεν θα λειτουργεί από μόνος του κάνοντας,
κατά το κοινόν, του κεφαλιού του. Πάνω και κάτω από τον Μοσκοβισί τοποθετήθηκαν
δύο επίτροποι, με την ιδιότητα των αντιπροέδρων μάλιστα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
που ξεπερνούν ακόμη και τους Γερμανούς σε επίδειξη αναλγησίας. Πρόκειται για
τον πρώην πρωθυπουργό της Φινλανδίας, Γίρκι Κατάινεν, ο οποίος μάλιστα
προαλειφόταν και για πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά τελικά ανέλαβε
στην Επιτροπή το χαρτοφυλάκιο Θέσεων εργασίας, μεγέθυνσης, επενδύσεων και
ανταγωνισμού και για τον πρώην πρωθυπουργό της Λετονίας, Βάλντις Ντομπρόβσκις,
που ανέλαβε επίτροπος για το Ευρώ με κυρίως αντικείμενο την παρακολούθηση των
προϋπολογισμών των κρατών μελών, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού εξαμήνου∙ είναι μια
διαδικασία που εισάγεται φέτος για πρώτη φορά κι ως αντικείμενο έχει την
κατάργηση κοινωνικών δαπανών στην κατεύθυνση επίτευξης ισοσκελισμένων
προϋπολογισμών. Ο μεν Κατάινεν αντλεί την φήμη του από την επίμονη απαίτησή του
να προσφέρουν εμπράγματες εγγυήσεις όσες χώρες δανειοδοτούνταν από τα κράτη
μέλη της ΕΕ, όταν η κρίση στην ζώνη του ευρώ ήταν στο απόγειό της. Ο δε
Ντομπρόβσκις από τα πρωτοφανή μέτρα λιτότητας που εφάρμοσε στη χώρα του το 2009
για να αντιμετωπίσει την κρίση: μείωση των μισθών στον δημόσιο τομέα κατά 20%,
μείωση συντάξεων κατά 10% και κλείσιμο νοσοκομείων ήταν ορισμένα από τα μέτρα
που εφάρμοσε την εποχή ακόμη που ο Γιώργος Παπανδρέου διαβεβαίωνε ότι «λεφτά
υπάρχουν», προκειμένου να υφαρπάξει την ψήφο του εκλογικού σώματος. Δεν ήταν
καθόλου τυχαία επομένως η δήλωση αναλυτή που φιλοξενούσαν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ο
οποίος υπογράμμιζε πως «το Βερολίνο τοποθετώντας τον γάλλο Επίτροπο ανάμεσα σε
δύο σκληροπυρηνικούς της δημοσιονομικής πειθαρχίας δείχνει την έλλειψη εμπιστοσύνης
απέναντι στο Παρίσι». Και δεν είναι μόνο αυτό. Κατά την βρετανική εφημερίδα
«στην οικονομική ομάδα που έχει συγκροτήσει ο Ζ. Κλ. Γιουνκέρ, ο Π. Μοσκοβισί
θα είναι πλήρως απομονωμένος. Επιπρόσθετα στον Γ. Κατάινεν και στον Β.
Ντομπρόβσκι, όλα σχεδόν τα σημαντικά οικονομικά χαρτοφυλάκια έχουν πάει σε
ιδεολογικούς συμμάχους του κεντροδεξιού πρώην πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου,
Ζ. Κ. Γιουνκέρ, η χώρα του οποίου είναι μια από τις ελάχιστες που έχουν
απομείνει με αξιολόγηση στα ομόλογά τους ΑΑΑ». Επομένως η επιλογή του Π.
Μοσκοβισί ως επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων δεν θα επιφέρει καμία χαλάρωση της
πολιτικής της λιτότητας. Το αντίθετο θα συμβεί κι είναι πολύ δύσκολο να
πιστέψουμε ότι ο Φ. Ολάντ έθρεφε αυταπάτες για τα αποτελέσματα που θα είχε η προώθηση
του Π. Μοσκοβισί στις Βρυξέλλες, που πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν προερχόταν
από τον κύκλο επιρροής του ίδιου, αλλά είχε δραστηριοποιηθεί στην προώθηση της
υποψηφιότητας του Ντομινίκ Στρος Καν και μόνο όταν ο πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ
αποσύρθηκε ο Μοσκοβισί εντάχθηκε στην εκστρατεία του Ολάντ. Εν κατακλείδι ο
διορισμός του Μοσκοβισί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα οξύνει τις πιέσεις για
λιτότητα στην Γαλλία, εντείνοντας στο προσεχές μέλλον τους τριγμούς στο
πολιτικό σύστημα.
Πρόεδρος η
Λε Πεν;
Αποτέλεσμα των κλυδωνισμών που
προκαλεί η γραμμή του Ολάντ για λιτότητα στο εσωτερικό και γερμανοδουλεία στο
εξωτερικό είναι και μια ασύμμετρη απειλή που έχει εμφανιστεί στο πολιτικό
σύστημα της Γαλλίας. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά εμφανίζεται σε δημοσκοπήσεις
ορατό το ενδεχόμενο να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας η επικεφαλής του
Εθνικού Μετώπου, Μαρί Λε Πεν. Σε μια πέρα για πέρα αξιόπιστη έρευνα κοινής
γνώμης που δημοσιεύτηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2014 στο ερώτημα «ποιον θα ψηφίζατε
αν στην δεύτερη Κυριακή των προεδρικών εκλογών του 2017 αναμετρούνταν η Λε Πεν
κι ο Ολάντ» το 54% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θα ψήφιζε την ακροδεξιά
εθνικίστρια Μαρί Λε Πεν και μόνο το 46% δήλωσε ότι θα ψήφιζε τον Ολάντ!
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα
γιατί οι αποφάσεις που θα λάβει σύντομα ο Ολάντ θα τον κάνουν ακόμη πιο μισητό
στους Γάλλους ψηφοφόρους, αδυνατίζοντας περαιτέρω τη βάση στήριξής του.
Ξεχωρίζουμε τρία γεγονότα. Πρώτο, η κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού για το
2015 όπου θα συμπεριλαμβάνονται αντιλαϊκά μέτρα, που θα οδηγήσουν την ανεργία
ακόμη πιο ψηλά. Δεύτερο, η όλο και πιο ενεργητική συμμετοχή της Γαλλίας στο
εμπάργκο κατά της Ρωσίας, που αργά και σταθερά οδηγεί το Παρίσι στην αγκαλιά
της Ουάσινγκτον, τινάζοντας στον αέρα έτσι τις σαφείς αποστάσεις που κρατούσε ο
ιδρυτής της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, στρατηγός Ντε Γκολ, από τις ΗΠΑ. Το
τρίτο γεγονός σχετίζεται με τον ζήλο που επέδειξε ο Φρ. Ολάντ να συμμετάσχει
στην «Συμμαχία των Προθύμων Νο. 2» που συγκρότησε ο αμερικανός πρόεδρος
εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, που δεν είναι παρά το πρόσχημα για τον τρίτο
πόλεμο κατά του Ιράκ. Αρκεί να θυμηθούμε την επιμονή με την οποία ο Ζακ Σιράκ
(κι ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ τότε) αρνήθηκε το 2003 να
ακολουθήσει τον Μπους στην επέμβαση κατά του Ιράκ για να αντιληφθούμε την
θεαματική στροφή που συντελείται τώρα στην εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, σε
πλήρη διάσταση με τα φιλειρηνικά αισθήματα της γαλλικής κοινωνίας. Ποιός θέλει
να βλέπει να έρχονται φέρετρα γάλλων στρατιωτών και να αιμορραγεί ο
προϋπολογισμός για να στηριχτεί ένας πόλεμος χωρίς ορατό σκοπό και τέλος;
Η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία παρότι
δοκιμάζεται από απειλές (λιτότητα και Τέταρτο Ράιχ) που σε έναν μικρότερο ή
μεγαλύτερο βαθμό αφορούν όλες τις χώρες της Ευρώπης, τρίζει εκ θεμελίων,
απειλείται δηλαδή όσο καμιά άλλη χώρα, γιατί πολύ πιο έντονα από κάθε άλλη χώρα
έχει οικοδομηθεί στη βάση μιας πλατιάς κοινωνικής συναίνεσης και σε
αντιπαράθεση με την Γερμανία. Η ακύρωση αυτών των θεμελιακών όρων οδηγεί στο
πρόωρο, αλλά κυρίως βασανιστικό και ταπεινωτικό τέλος της Πέμπτης Γαλλικής
Δημοκρατίας.
*(Nexus,
Οκτώβριος 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου