Σελίδες

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Ο «καταρτισµένος» Στ. Ράµφος και ο ευτυχής Μ. Βορίδης

Ο «καταρτισµένος» Στ. Ράµφος και ο ευτυχής Μ. Βορίδης

Διονύσης Ελευθεράτος
[Πηγή: tvxs, 27/03/2015]
«Το 1974, όταν έφυγε η χούντα, άφησε µηδέν δηµόσιο χρέος…». Με «ευλαβική» προσοχή άκουγε το ακροατήριο τον φιλόσοφο Στέλιο   Ράµφο, στις 2 Νοεµβρίου 2014. Στην εκδήλωση του «Ποταµιού» ο ειδήµων (;) έπνιγε κάθε ίχνος ιστορικής –και µη επιδεχόµενης «φιλοσοφικές» τροποποιήσεις– αλήθειας. Πόσοι από το κοινό να ήξεραν, όµως; Πόσοι συνειδητοποιούσαν το µέγεθος της αρλούµπας που είχαν µόλις ακούσει; Γνώριζαν ευτυχώς άλλοι, όπως οι δηµοσιογράφοι Άρης Χατζηστεφάνου και Νίκος Μπογιόπουλος. Κι εξέθεσαν για τα καλά τις επόµενες µέρες τον κ. Ράµφο, παραθέτοντας τα –εκ των πραγµάτων αποστοµωτικά– αντίστοιχα, επίσηµα στατιστικά στοιχεία.
∆ιάβολε, ούτε και το ράµφος του «πουλιού» - εµβλήµατος της δικτατορίας δεν θα τολµούσε να εκστοµίσει κάτι τέτοιο, τότε. Όπως θα δούµε στη συνέχεια, ο Νίκος Μακαρέζος, «εγκέφαλος» της χουντικής οικονοµικής πολιτικής από την 21η Απριλίου 1967 έως την 27η Σεπτεµβρίου 1973, την άνοιξη του 1974 εκτιµούσε ότι η χώρα χρειαζόταν υπέρογκα δανεικά για να αποφύγει την κήρυξη χρεοστασίου. (...)  «Ο τόπος αυτός γνώρισε προκοπή επί Γεωργίου Παπαδοπούλου», κραύγαζε ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) Νίκος Μιχαλολιάκος σε προεκλογική συγκέντρωση, στον Ασπρόπυργο, το 2012 (προς επίρρωση, «ξαµολούσε» κι αυτός το φληνάφηµα για το µηδενικό δηµόσιο χρέος). Έλα όµως που τον είχαν προλάβει άλλοι… «Η οικονοµία το 1974 ήταν κούκλα», διατεινόταν σε τηλεοπτική εκποµπή ο Άδωνις Γεωργιάδης, τον Οκτώβριο του 2011.
Ναι, ειδικά το 1974, για να πιστέψει ο τηλεθεατής ότι η µεταπολίτευση είχε παραλάβει µια οικονοµία… Ορνέλα Μούτι (η Μόνικα Μπελούτσι της εποχής) και την κατάντησε ετοιµόρροπη Γεωργία Βασιλειάδου. Μόνο που η χώρα το 1974 ήταν βουτηγµένη στον στασιµοπληθωρισµό: ύφεση στο –6,4% και τιµάριθµος ασυγκράτητος, ο µεγαλύτερος ανάµεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ολοκληρωνόταν τότε η κατάρρευση του κατά φαντασίαν χουντικού «οικονοµικού θαύµατος», του οποίου τα πρώτα τριξίµατα είχαν ακουστεί από το τέλος του 1972. «Ψιλά πράγµατα» αυτά για τον Α. Γεωργιάδη… (...)
Η εποχή των κανιβαλικών µνηµονίων τροφοδότησε το µύθευµα, για τη «συνετή» οικονοµική πολιτική της χούντας, τον κόσµο που τότε «έτρωγε ψωµί», την ανεργία, που ήταν πιο κοντή κι από νάνο, κ.λπ. Και όλα αυτά εκβάλλουν στο αµείλικτο ρητορικό ερώτηµα: «∆εν ήταν πολύ καλύτερα τότε από τώρα;». Από πού κι ως πού, όµως, νοείται επιλεκτική, αποκλειστική σύγκριση διαµορφωµένων συνθηκών διαβίωσης του «τώρα» µε το 1967-1974 και όχι µε οποιαδήποτε άλλη περίοδο, προγενέστερη ή µεταγενέστερη;
Η κανιβαλική «δηµοσιονοµική προσαρµογή» του 2010 και εντεύθεν ενσάρκωσε έναν πραγµατικό εφιάλτη, ο οποίος ήταν αδιανόητος ακόµη και το 1950 και το 1960. Για πρώτη φορά στη µεταπολεµική Ελλάδα, οι νέες γενιές διατρέχουν σοβαρότατο κίνδυνο να ζήσουν χειρότερα, έως πολύ χειρότερα, απ’ όσο οι πατεράδες ή και οι παππούδες τους. Για πρώτη φορά εξαφανίστηκαν –και µάλιστα τάχιστα– τόσες κοινωνικές «σταθερές», τόσα όρια στην καθίζηση του βιοτικού επιπέδου εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Γιατί λοιπόν οι κάθε είδους «νοσταλγοί» ζητούν να αναµετρηθεί η ζωή του 2012 µε τη ζωή του 1972 και όχι µε εκείνη του 1962, του 1982, του 1992, του 2002; Πώς είναι δυνατόν να αντιπαραβάλλουν π.χ. τα επίσηµα ποσοστά ανεργίας που ανακοινώνονταν επί χούντας κατευθείαν µε τα σηµερινά; Εάν δεν λάτρευαν τα άλµατα στον χρόνο και τους λογικούς ακροβατισµούς, θα είχαν την ευκαιρία να αντλήσουν αρκετές πληροφορίες δια­χρονικής σηµασίας – στην απίθανη περίπτωση που τους ενδιαφέρει. Να µάθουν π.χ. ότι η ανεργία βρέθηκε στο ιστορικό ναδίρ στα έτη 1976-1979, υπό συνθήκες ανόδου των µισθών σε επίπεδα ανεπιθύµητα από την τότε πολιτική εξουσία (των «αυρών» και του νόµου «330») αλλά επιβληθέντα από τη µεταπολιτευτική «οχλοκρατία» –ναι, ξέρουµε, εδώ «κάνει τζιζ»…– και επίσης υπό συνθήκες µαζικής επιστροφής των µεταναστών. (...) 
Και καλά, ας υποθέσουµε ότι η άγνοια για την οικονοµική πολιτική της χούντας και τη στάση της απέναντι στα «τζάκια» της εποχής εξηγεί εν µέρει την εικόνα που έχουν πλάσει στα µυαλά τους κάποιοι σηµερινοί «αντι-συστηµικοί» ακροδεξιοί. Το νόστιµο όµως είναι ότι δεν τους προβληµατίζει καν η ευκολία µε την οποία αρκετοί πολιτικοί του «σάπιου συστήµατος» συνδύασαν την υποστήριξή τους προς τα Μνηµόνια µε επιµέρους –ή και πιο… γενικευµένους– επαίνους προς τη χουντική περίοδο. Σε αυτήν την κατηγορία συνωστίστηκαν στελέχη του ΛΑΟΣ και βουλευτές της Νέας ∆ηµοκρατίας, όπως ο ∆ηµήτρης Χριστογιάννης, που δεν είδε παρά µια αυθεντική «επανάσταση» το 1967. Φυσικά και ο Άδωνις, ο οποίος εγειρόταν για να τιµήσει –σε στάση προσοχής– την οικονοµία του 1974 και εξεγειρόταν όταν η τρόικα τού έκλεβε τη δόξα των απολύσεων.
«Αυτά δεν έχουν ξαναγίνει»; Ας καταμετρήσομε déjà vu...
Ο Μάκης Βορίδης, πάλι, εναρµόνισε άνετα το µαχητικό, φιλο-χουντικό παρελθόν του µε την ιδιότητα του υψηλόβαθµου σταυροφόρου των Μνηµονίων και του λαµπερού, ανερχόµενου αστέρα της σηµερινής πολιτικής ελίτ. Στα µέσα της δεκαετίας του 1980 διαδέχθηκε τον παραιτηθέντα Νικόλαο Μιχαλολιάκο στη θέση του αρχηγού της Νεολαίας της ΕΠΕΝ, την οποία είχε ιδρύσει ο Παπαδόπουλος από τη φυλακή. Κάποιοι ενδεχοµένως θα σκεφτούν: «Και ποια σηµασία έχει αν ο Βορίδης “µεγαλοπιάστηκε” και άλλαξε ρότα ή αν διάφοροι δεξιοί βουλευτές στηρίζουν τα Μνηµόνια και την ίδια στιγµή κολακεύουν τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής»; Μα το αξιοπρόσεκτο δεν είναι πόσο άλλαξε ή πώς ανελίχθηκε ο παλιός αρχηγός της Νεολαίας της χουντικής ΕΠΕΝ. Αξιοπρόσεκτο είναι το περίπου αντίθετο: Ότι, πρωτοστατώντας στη επιβολή των Μνηµονίων, ο Μ. Βορίδης έχει τιµήσει δεόντως –παρέα µε τους υπόλοιπους καθεστωτικούς πολιτικούς– αρκετές βασικές επιλογές της οικονοµικής πολιτικής της δικτατορίας!
Υπερβολή; Καµία, όπως (πιστεύουµε ότι) θα διαπιστώσει ο αναγνώστης του παρόντος πονήµατος. Αυτό ακριβώς είναι το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο: Οι εποχές είναι τόσο διαφορετικές, ο διεθνής και ο εγχώριος καπιταλισµός διανύουν σήµερα ιστορική φάση, που µόνο χάρη σε σαρκαστικούς ευφηµισµούς θα µπορούσε να παραλληλιστεί µε τις παχιές αγελάδες και τα αναπτυξιακά ράλι των προ 1973-1974 ετών, αλλά… Αλλά ορισµένα déjà vu στην κυριολεξία «βγάζουν µάτι».
Όσοι λοιπόν επιδίδονται στα προαναφερθέντα άλµατα στον χρόνο, όσοι αποσπούν τη χούντα από τα «πριν» και τα «µετά» για τις ανάγκες µιας σικέ αξιολόγησης που θα καθαγιάσει τους «εθνοσωτήρες», καλά θα κάνουν να προσέξουν καλύτερα τα παιχνίδια του ίδιου του ιστορικού χρόνου. Τα déjà vu είναι χαρακτηριστικά και εύγλωττα. Έπονται ορισµένα ενδεικτικά παραδείγµατα.
«Αυτό δεν έχει ξαναγίνει», είπαν πολλοί το 2013, όταν ο «µνηµονιακός» νόµος 4172 εκχώρησε ρητά στην κυβέρνηση τη δικαιοδοσία καθορισµού του κατώτατου µισθού, αφαιρώντας την από τους κοινωνικούς εταίρους. Κι όµως, είχε ξαναγίνει το 1969, µε το Νοµοθετικό ∆ιάταγµα 186, που διήρκεσε έως το 1975.
Η διευκόλυνση των απολύσεων και η µείωση των αποζηµιώσεων στους απολυµένους δεν ήταν µόνο θεµελιώδες στοιχείο των Μνηµονίων. Υπήρξε και «οραµατική» δέσµευση του χουντικού καθεστώτος προς τους εργοδότες, όπως είχε διατυπωθεί στο οικονοµικό Πενταετές Σχέδιο 1968-1972. Σφάλλει δε όποιος υποθέτει ότι η δέσµευση εκείνη δεν απειλούσε να ξεριζώσει δικαιώµατα δεκαετιών. Ήταν δαµόκλειος σπάθη για ασφαλιστικές δικλείδες, υπέρ των εργαζοµένων, που είχαν θεσπιστεί από το 1922…
Κάποιοι έφριξαν και άλλοι γέλασαν τον Ιούλιο του 2014, όταν η κυβέρνηση Σαµαρά-Βενιζέλου µετέτρεψε µε το ζόρι δύο εκατοµµύρια ανθρώπους σε πελάτες της «απελευθερωµένης», της λεγόµενης «µικρής» ∆ΕΗ, καταδικάζοντας σε… ηλεκτροπληξία τη δύσµοιρη ελευθερία της επιλογής, που υποτίθεται πως είναι βασική πρώτη ύλη της «ελεύθερης οικονοµίας», µπλα, µπλα, µπλα. Ρύθµιση «δίχως προηγούµενο»; Όχι ακριβώς. Απλώς, το ηθικό προηγούµενο και το πρακτικό ανάλογο παραπέµπουν όχι σε ιδιώ­τες καταναλωτές ρεύµατος αλλά σε αγρότες πωλητές ντοµάτας. Κάποτε η χούντα εξασφάλισε στον Τοµ Πάπας το προνόµιο να αγοράζει όλες τις ντοµάτες που θα διέθεταν οι παραγωγοί της ∆υτικής Ελλάδας, για τις ανάγκες των πέντε έξι αγροτικών βιοµηχανιών, τις οποίες θα κατασκεύαζε ο επιχειρηµατίας. Φαντάζεται κανείς τι περιθώρια διαπραγµάτευσης τιµών θα διέθεταν οι παραγωγοί, καθώς θα ήταν υποχρεωµένοι να πουλούν αποκλειστικά σε έναν. Φαντάζεται επίσης κανείς πόσο «υγιής» και «δίκαιος» θα ήταν ο ανταγωνισµός του Πάπας µε όσους θα επιδίωκαν να δραστηριοποιηθούν στο ίδιο πεδίο.
Τελικά, η δικτατορία απάλλαξε τον Πάπας από την αρχική συµβατική υποχρέωση της ανέγερσης γεωργικών βιοµηχανιών. Η σύλληψή της όµως για την «ελεύθερη οικονοµία» είχε ήδη γνωστοποιηθεί. Οι «πεζές» συµβάσεις ενίοτε ξεγράφονται, οι… µεγαλοφυείς ιδέες ποτέ. Πάντοτε µπορούν να «βρικολακιάσουν», όπως συνέβη στην περίπτωση των «επιταγµένων» –κατά τον εύστοχο χαρακτηρισµό του αρθρογράφου Παντελή Μπουκάλα («Η Καθηµερινή», 9/7/2014)– πελατών της «µικρής ∆ΕΗ». Τότε θριάµβευε το ρήµα «διατάσσω», τώρα λειτουργεί αθόρυβα το «επιτάσσω» – η δηµοκρατία στον άσσο…
Τι ακριβώς νοσταλγούν οι «αντισυστημικοί» ακροδεξιοί;
«Ένας Παπαδόπουλος χρειάζεται»… Κατηγορηµατικό το σλόγκαν, αλλά αρκούντως ανοµοιογενές το φάσµα των πιστών του, τουλάχιστον όσων γοητεύονται από την αµιγώς οικονοµική πτυχή του. Ορισµένοι ονειρεύονται µια παπαδοπουλική µετενσάρκωση, για να επιβληθεί ατσάλινη δηµοσιονοµική πειθαρχία. Για να γίνουν σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις και απολύσεις χωρίς να ακουστεί κιχ. Για να «παταχθεί εν τη γενέσει» της κάθε διεκδίκηση εκ µέρους του κόσµου της εργασίας, ο οποίος ταυτίζεται –συνηθέστατα και βολικότατα– µε «τα συνδικαλιστικά κοµµατόσκυλα». Αυτοί οι… ορισµένοι έχουν «πιάσει το νόηµα», δηλαδή την πεµπτουσία της «εθνοσωτήριας» οικονοµικής πολιτικής. (…)
Οι άλλοι, όµως – που είναι και περισσότεροι; Εκείνοι που στράφηκαν ή και στρέφονται προς τα ακροδεξιά επειδή τους εξουθένωσε και τους εξόργισε η ισοπεδωτική «προσαρµογή», η οικονοµική λεηλασία, η ένταση των εισοδηµατικών ανισοτήτων, τα λουκέτα, οι παγωµένες πολυκατοικίες, τα χρέη; Ποια στοιχεία της χουντικής περιόδου είναι αυτά που, είτε αυτοτελώς είτε µε την αρωγή και τη µεσολάβηση της χρυσαυγίτικης προπαγάνδας, τους µετατρέπουν σε νοσταλγούς; Ξέρουν τι νοσταλγούν;
Εάν σε έχουν διαλύσει οι διαδοχικές κυνικές φορολογικές επιδροµές εναντίον µη εχόντων και αναπολείς γι’ αυτό τον Παπαδόπουλο, µάλλον δεν θυµάσαι ή δεν έµαθες ποτέ τα ακριβή χαρακτηριστικά της χουντικής φορολογικής πολιτικής. Πιθανότατα, µάλιστα, δεν πληροφορήθηκες την εγκύκλιο που είχε αποστείλει τον Ιανουάριο του 1968 προς τους εφόρους και τους ταµίες  του κράτους ο Αδαµάντιος (όνοµα και πράγµα) Ανδρουτσόπουλος, τότε υπουργός Οικονοµικών και µετέπειτα εικονικός «πρωθυπουργός» του «αόρατου δικτάτορα» ∆ηµήτρη Ιωαννίδη. Η εντολή ήταν να µην εισακούεται η ένσταση κανενός φορολογούµενου, ούτε και όσων είχαν καταφανώς δίκιο!
Εάν θυµάσαι τη χούντα (ή ό,τι έχεις πληροφορηθεί γι’ αυτήν) αναζητώντας «προγόνους» µιας εξουσίας που θα διαφύλαγε το δηµόσιο χρήµα από κάποια διεθνή «αρπακτικά», ασφαλώς δεν γνωρίζεις τι είδους συµβάσεις υπέγραφε το καθεστώς εκείνο (σ’ αυτό το ζήτηµα να δεις πόσα déjà vu ξεπηδούν!).
Εάν αγανακτείς βλέποντας τον ασφαλιστικό σου φορέα να αιµορραγεί ασταµάτητα και ταυτόχρονα έχεις χάσει το λογαριασµό στο µέτρηµα δραστικών µειώσεων εργοδοτικών εισφορών, θεσπιζόµενων για «αναπτυξιακές δραστηριότητες» που παραµένουν εσαεί αόρατες, η χουντική επταετία δεν είναι η κατάλληλη περίοδος να νοσταλγήσεις. Μόνο µέσα στο 1973, το ΙΚΑ έχασε µισό δισεκατοµµύριο δραχµές εξαιτίας της εφαρµογής δύο σχετικών Ν.∆. του προηγούµενου έτους (κατόπιν ακολούθησε… κι άλλο Ν.∆.).
Εάν εξοργίζεσαι βλέποντας σχολεία να κλείνουν µε τη µέθοδο των «συγχωνεύσεων», αντί να ενισχύονται µε προσθήκες εκπαιδευτικών, µη σπεύσεις βιαστικά να υποχρεώσεις τη µηχανή του χρόνου να αυθαιρετήσει και τον εαυτό σου να δοξάσει «εθνοσωτήριες» εποχές. Τουλάχιστον όχι προτού µάθεις για τον «µαύρο Σεπτέµβρη» του 1970, των επαρχιακών δηµοτικών σχολείων. (...)
Το «ψωμάκι», η σταθερότητα και το «πλαφόν» του Γεωργαλά...
«Επί χούντας, εάν κοίταζες τη δουλειά σου, δεν σε πείραζε κανείς»… Ναι, δεν σε πείραζε κανείς αν είχες µάτια µόνο για τη δουλειά σου και αυτιά που δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτε για κρατούµενους, εξόριστους, βασανιστήρια. Χρειαζόσουν όµως και λίγη τύχη. Εάν π.χ. η χούντα αποφάσιζε να απαλλοτριώσει ένα κτήµα σου ή µια συνεταιριστική έκταση στην οποία κι εσύ συµµετείχες, τότε τα «πώς», «τι» και «πότε» της αποζηµίωσης (όχι ίσως όλα µαζί, αλλά κάτι ή κάποια απ’ όλα αυτά) θα σ’ έκαναν να αναρωτηθείς κατά πόσο το καθεστώς θεωρούσε ιερή την ατοµική ιδιοκτησία, όπως διατεινόταν. Εάν δούλευες στην οικοδοµή ή σε εργοστάσιο, τότε ο κίνδυνος να σκοτωθείς σε εργατικό ατύχηµα ήταν τέσσερις φορές µεγαλύτερος από εκείνον της προ-δικτατορικής περιόδου… Η σχετική µακάβρια στατιστική αποκαλύπτει ένα από τα άγνωστα «κατορθώµατα» της χούντας: διασφάλισε –και έτσι– την πλήρη ασυδοσία των «κυνηγών» του µέγιστου δυνατού και τάχιστου κέρδους.
«Επί χούντας ο κόσµος έφαγε ψωµάκι»… Επί χούντας η µεγάλη πλειονότητα των µισθωτών, όσων φυσικά έβγαζαν το ψωµί τους εδώ και όχι στη Γερµανία, το Βέλγιο ή την Αµερική, είδε την άνοδο των εισοδηµάτων της να επιβραδύνεται. «Επί χούντας υπήρξε ευηµερία»… Ασφαλώς υπήρξε και ευηµερία, όπως και εµπέδωση καταναλωτικών συνηθειών, εκ µέρους σηµαντικού τµήµατος του πληθυσµού, στις πόλεις. Ευηµερία µεγάλη και ταχύτατη για κάποιους. Προσωρινή για ορισµένους. Ανεπαρκής ή και απρόσιτη για άλλους. Οι εισοδηµατικές ανισότητες µεγεθύνθηκαν. Οµοίως και τα χάσµατα ανάµεσα στα αστικά κέντρα και την ύπαιθρο, που βρέθηκε στο κλαµπ των ζηµιωµένων της χουντικής περιόδου.
Αν κάποιος, βεβαίως, θέλει να πιστεύει οπωσδήποτε ότι υπήρχε καθολική ευµάρεια, µπορεί να θυµηθεί «τα µπουζούκια, που ήταν γεµάτα κάθε βράδυ». Η δηµοτικότητα τέτοιων… σοβαρών τεκµηρίων δεν εκµηδενίζεται, άλλωστε, ποτέ. Ακόµη και σήµερα υπάρχουν άνθρωποι που αµφιβάλλουν για την έκταση και το βάθος της κρίσης, επειδή µετρούν θαµώνες-πελάτες του Μαζωνάκη και του Πλούταρχου.
«Επί χούντας είχαµε ανάπτυξη και νοµισµατική σταθερότητα»… Ας ξεκαθαρίσουµε πρώτα κάτι: Η Ελλάδα κινείτο σε υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης πολλά χρόνια πριν από το πραξικόπηµα, κάτι που φυσικά δεν συνεπαγόταν ανάλογη, γρήγορη άνοδο του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας. Χώρα κατεστραµµένη έπειτα και από τον εµφύλιο, η Ελλάδα κατέγραφε εκπληκτικούς αναπτυξιακούς ρυθµούς, ακριβώς επειδή εκκινούσε σχεδόν από το µηδέν. Όποιος αναζητά καθαρό παράδειγµα της διαφοράς ανάµεσα στην ευηµερία των ανθρώπων και εκείνη των αριθµών, ας εστιάσει στα χρόνια 1950-1961. Η ελληνική µέση ετήσια αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήµατος ήταν 6,5%, σε τιµές 1954. Του κατά κεφαλήν εισοδήµατος, 6,3%. Σε αµφότερους τους δείκτες, η Ελλάδα ξεπερνούσε κατά πολύ το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη ∆ανία, την Αγγλία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία.
Στηριγµένη εν πολλοίς στον αυτόµατο πιλότο της ανθηρής διεθνούς οικονοµίας, η ελληνική γνώρισε αναβαθµισµένες αναπτυξιακές δόξες από τη χαραυγή της δεκαετίας του 1960. Στην περίοδο 1961-1966, ο µέσος ετήσιος ρυθµός ανάπτυξής της έφθασε το 8,7%. Σε κάθε τοµέα, λοιπόν, η αποτίµηση των επιδόσεων της περιόδου 1967-1974 νοείται µόνο εν συγκρίσει προς τα προηγούµενα και τα επόµενα. Όχι στο κενό. Από το 1961, ο πληθωρισµός της Ελλάδας ήταν από τους χαµηλότερους παγκοσµίως. Όσο για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ακούγεται, όντως, πολύ θετικό να λες ότι µε βάση (=100) τον µέσο όρο της ΕΟΚ, η χούντα το παρέλαβε το 1967 στο 46 και το παρέδωσε στο 49 το 1974. Μόνο που δεν θα προκύψουν τα ίδια ακριβώς συµπεράσµατα, εάν γνωστοποιήσεις την άλλη µισή αλήθεια, ότι δηλαδή κινήθηκε από το 40 στο 46 στο διάστηµα 1962-1967 (*) .  (...)
Οι οικονοµικές «έκτακτες ανάγκες» αποτελούσαν ανέκαθεν βολική αιτιολόγηση. Μπορεί να µην κατόρθωσαν ποτέ να το εξηγήσουν οι «επαναστάτες» του 1967, αλλά ισχυρίστηκαν πως η Ελλάδα κινδύνευε –για λόγους µυστηριώδεις– να καταστραφεί οικονοµικά πριν από την 21η Απριλίου. Ο δε Γεώργιος Γεωργαλάς, «θεωρητικός» της δικτατορίας, έλεγε το 1970 ότι η Ελλάδα δεν επρόκειτο να βγει από τον γύψο και να τεθεί σε τροχιά εκλογών, παρά µόνο εάν το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδηµα  έφθανε τα 1.100 δολάρια («Times», 20/10/1970). Τυχόν εντοπισµός οµοιοτήτων, μικρών ή εγάλων ή µικρών, αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη.
(*). Βλ. άρθρο του Βασίλη Πεσµατζόγλου, «Ελληνική δικτατορία (1967-1974) και ΕΟΚ: οικονοµία, πολιτική, ιδεολογία», συλλογικό έργο, 1994:94.

Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα (προδημοσίευση) από την εισαγωγή του νέου βιβλίου του Διονύση Ελευθεράτου  «Λαμόγια στο χακί – Oικονομικά ''θαύματα'' και θύματα της χούντας» (εκδόσεις Τόπος) το οποίο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από την Τρίτη 31 Μαρτίου. Η κεντρική παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 21 Απριλίου, ανήμερα της μαύρης επετείου του πραξικοπήματος των Συνταγματαρχών, στο Polis Café, Πεσμαζόγλου 5. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου