Η κληρονομιά της χούντας
[Πηγή: άρδην-ρήξη, 21/04/2016]
Αντίθετα με ό,τι
λέγεται, η Χούντα δεν προωθούσε τη συμφωνία Τούμπα-Τσαγκλαγιαγκίλ ως πρόταση
επίλυσης του Κυπριακού. Ως γνωστόν, η Χούντα, μέχρι τον Σεπτέμβριο του ’67,
υιοθετούσε τη Συμφωνία Τούμπα-Τσαγκλαγιαγκίλ του ’65 (δηλ. Ένωση της Κύπρου με
την Ελλάδα, αλλά βάσεις και μακροχρόνιες μισθώσεις εδαφών στην Τουρκία για να
εξασφαλιστούν –δήθεν– τα ανύπαρκτα συμφέροντά της). Όμως οι Τούρκοι (οι
οποίοι στόχευαν σε διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία από τη δεκαετία του ’50) απέρριψαν
τη λύση αυτή –αφού λόγω της ελληνικής υποχωρητικότητας μπορούσαν να κερδίσουν
περισσότερα– τον Σεπτέμβριο του ’67, στις συζητήσεις στην Αλεξανδρούπολη, οι
οποίες έτσι οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο (αυτό το στοιχείο το παραθέτω μετά από
συνομιλία μου με τον καθηγητή Ευάγγελο Κουφουδάκη, τον οποίο ευχαριστώ θερμά).
Έτσι το Κυπριακό πήρε τη μορφή συζητήσεων μεταξύ Κληρίδη – Ντενκτάς (’69 – λίγο
προ της εισβολής) όπως συνέφερε την Άγκυρα. Η επιμονή της Χούντας επί
της Ενώσεως ήταν προπέτασμα: ο Παπαδόπουλος ήταν ένθερμος θιασώτης του
«ελληνοτουρκισμού» και της δημιουργίας μιας «ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας».
Πνευματικά στελέχη
της Χούντας ήταν οι: Δημήτριος Κιτσίκης, Γεώργιος Γεωργαλάς και Δημήτρης
Τσάκωνας. Ο Δημήτριος Κιτσίκης προέβη σε συστηματοποίηση του «ανατολικού
ιδεώδους» (δηλ. της «βυζαντινοθωμανικής συνύπαρξης»), χρησιμοποιώντας το ως
πυρήνα του δημιουργηθέντος απ’ αυτόν (το ’64) «ελληνοτουρκισμού». Σύμφωνα με το
ιδεολόγημα αυτό, Έλληνες και Τούρκοι συγκατοικούν και αλληλοεξαρτούνται από τον
11ο αιώνα, άρα επιβάλλεται η εγκαθίδρυση ενός «ελληνοτουρκικού πολιτικού
συνόλου». Σύμφωνα δε με την προωθηθείσα απ’ τους άνωθεν αναφερόμενους γεωπολιτική
αντίληψη της «ενδιάμεσης περιοχής», Έλληνες και Τούρκοι είναι φορείς του κοινού
«ανατολικού» πολιτισμού, ο οποίος καλύπτει την «ενδιάμεση περιοχή», η οποία
εξακτινώνεται απ’ την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι το κέντρο της Ευρασίας. Οι
αντιλήψεις αυτές διατυπώθηκαν σε επίσημο λόγο του Γεώργιου Γεωργαλά (υπεύθυνου
προπαγάνδας της Χούντας και Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ) ως εκπροσώπου της
ελληνικής κυβερνήσεως (βλ. Δημήτριος Κιτσίκης, Ιστορία του Ελλητοτουρκικού
χώρου, 1928-1973, εκδόσεις Εστία σελ. 309-310).
Μετατρέποντας τα
παραπάνω σε πολιτικές κατευθύνσεις και στρατηγική επίλυσης του Κυπριακού, μετά
τις προσπάθειες που κατέβαλε το ’69-’70 για ανάπτυξη της ελληνοτουρκικής
φιλίας, ο Παπαδόπουλος, στις 25/5/71, έδωσε συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα μαζί με
τον Μετίν Τοκέρ, γαμπρό του Ισμέτ Ινονού. Σύμφωνα δε με δηλώσεις του στη
Μιλιέτ, στις 29/5/71, στις συνομιλίες του με τον γαμπρό του Ινονού ετέθη το
θέμα της «ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας», την οποία η Αθήνα αντιμετώπιζε θετικά,
με δεδομένο την προηγούμενη βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος (την οποία δεν
έθεσε ως αναγκαίο προηγούμενο) (βλ. στο ίδιο βιβλίο του Κιτσίκη).
Αργότερα, στις 3-4
Ιουνίου 1971, οι Υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Παλαμάς και Ολτσέυ
συζήτησαν, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Λισσαβόνα, την υλοποίηση
αυτού του σχεδίου με «οριστική επίλυση» του Κυπριακού ζητήματος μέσω της
δημιουργίας μιας «διζωνικής ομοσπονδίας» (όπως μαθαίνουμε από
έρευνα του Ευάγγελου Κουφουδάκη, στο βιβλίο του Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις
1923-1987, σελ. 230). Στο δε συγκεκριμένο δημοσίευμα της Μιλιέτ, ο Παπαδόπουλος
αναφέρει: «εγώ προσωπικά, πιστεύω ότι η ιστορία μάς οδηγεί προς μια ομοσπονδία
της Τουρκίας με την Ελλάδα. Θα πραγματοποιηθεί σε ίσως 20 ή 50 χρόνια. Αλλά θα
πραγματοποιηθεί». Πολύ απλά, ο Παπαδόπουλος θεωρούσε την ομοσπονδία στην Κύπρο
ως πιλότο μιας αναπόφευκτης και ιστορικά επιβεβλημένης «ελληνοτουρκικής
ομοσπονδίας» και εύρισκε σ’ αυτό σύμφωνο τον τότε πρόεδρο της Τουρκίας, Νιχάτ
Ερίμ. Αν πράγματι η Χούντα ήθελε τη συμφωνία Τούμπα-Τσαγκλαγιαγκίλ, τότε γιατί
απέσυρε τη Μεραρχία (Δεκέμβριος ’67); Αυτή η ενέργεια ήταν απολύτως σύμφωνη με
τις πεποιθήσεις των «ελληνοτουρκιστών» καθώς και του Παπαδόπουλου, ο οποίος
θεωρούσε ότι οι δύο παλιοί φίλοι –Ελλάδα και Τουρκία– δεν αξίζει να τσακώνονται
για την Κύπρο. Αν πράγματι η Χούντα στόχευε στην προώθηση της συμφωνίας, τότε
θα κρατούσε εδώ στην Κύπρο τη Μεραρχία για να αναγκάσει τους Τούρκους να την
αποδεχθούν. Η Άγκυρα όμως διαπίστωσε ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε από
την Ελλάδα σε τυχόν εισβολή της στην Κύπρο, αφού οι αξιώσεις της στα νησιά
ήταν αποδεκτές, όπως αποδεκτά κάνει ο ελληνοτουρκισμός τον ρόλο και τις
διεκδικήσεις της Άγκυρας σε Αιγαίο και Θράκη (οι οποίες είχαν ήδη εκδηλωθεί εδώ
και καιρό).
Η Τουρκία διαπίστωσε
ότι η Ελλάδα δεν θα πολεμούσε για την Κύπρο τη στιγμή που την παρέδιδε εν
καιρώ ειρήνης (όπως τελικά έγινε). Οι συζητήσεις περί Ομοσπονδίας
επέτρεψαν στην ουσία την εισβολή, αφού απέκλειαν τυχόν ελληνική αντίδραση, η
οποία και θα επέφερε καταστροφικό στρατιωτικό πλήγμα στην Τουρκία θάβοντας μια
για πάντα τον τουρκικό επεκτατισμό.
Η Κύπρος βλάφτηκε όχι
απ’ την επιθυμία της Ελλάδος ν’ αναμειχθεί στην Κύπρο, αλλά απ’ την πρόθεσή της
ν’ αποσυρθεί δια της επιβολής της διζωνικής ομοσπονδίας. Η Άγκυρα όμως
κράτησε τη διζωνική ομοσπονδία ως διπλωματικό της κεκτημένο και εισέβαλε για να
μας παρασύρει σε διάλογο επ’ αυτής (όπως φαίνεται από τις προτάσεις της στις
συνομιλίες της Γενεύης το καλοκαίρι του ’74). Είναι η ίδια μέθοδος επίλυσης την
οποία υιοθέτησαν και οι δημοκρατικές ηγεσίες Ελλάδος και Κύπρου. Μια λύση την
οποία προώθησε κυρίως η Χούντα και ήταν πάντοτε ο στόχος της Άγκυρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου