Βιοασφάλεια και πολιτική
Μόλις φτερνιστεί κάποιος, κόψτους το σχοινί... |
«Ο πολίτης δεν έχει πια δικαίωμα στην υγεία (health safety), αλλά υποχρεούται νομικά στην υγεία (biosecurity)»
Giorgio Agamben*
ΑΥΤΟ ΠΟΥ προκαλεί εντύπωση με τις αντιδράσεις απέναντι στους έκτακτους μηχανισμούς που έχουν τεθεί σε εφαρμογή στη χώρα μας (και όχι μόνο σε αυτήν) είναι η αδυναμία εξέτασής τους πέρα από την άμεση συγκυρία στην οποία φαίνεται πως λειτουργούν. Λίγοι είναι αυτοί, από μία άλλη σκοπιά, που προσπαθούν, όπως θα απαιτούσε μια σοβαρή πολιτική ανάλυση, να τα ερμηνεύσουν ως τα συμπτώματα και τα σημάδια ενός ευρύτερου πειραματισμού, στο οποίο διακυβεύεται ένα νέο μοντέλο διαχείρισης ανθρώπων και πραγμάτων. Ήδη σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από επτά χρόνια, το οποίο αξίζει να ξαναδιαβαστεί σήμερα προσεκτικά (Tempêtes microbiennes -Μικροβιακές θύελλες, Gallimard, 2013), ο Patrick Zylberman είχε περιγράψει τη διαδικασία μέσω της οποίας η υγειονομική ασφάλεια, που μέχρι τότε ελάχιστα μέτραγε στους πολιτικούς υπολογισμούς, θα αποτελούσε ουσιαστικό μέρος των πολιτικών κρατικών και διεθνών στρατηγικών. Δεν πρόκειται παρά για τη δημιουργία ενός είδους «υγειονομικής τρομοκρατίας» ως μέσο διακυβέρνησης σύμφωνα με αυτό που ορίζεται ως worst case scenario, το χειρότερο σενάριο.
Σύμφωνα με αυτήν τη λογική του χειρότερου ενδεχόμενου, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε προαναγγείλει ήδη από το 2005, «δύο έως 150 εκατομμύρια θανάτους για την επερχόμενη γρίπη των πτηνών», υποδεικνύοντας μια πολιτική στρατηγική την οποία τα κράτη δεν ήταν τότε έτοιμα ακόμα να υιοθετήσουν. Ο Zylberman δείχνει ότι ο προτεινόμενος μηχανισμός αποτελείται από έναν συνδυασμό τριών σημείων: 1) την κατασκευή, με βάση έναν πιθανό κίνδυνο, ενός φανταστικού σεναρίου στο οποίο τα δεδομένα παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοούνται συμπεριφορές που επιτρέπουν την διακυβέρνηση σε ακραίες καταστάσεις· 2) την υιοθέτηση της λογικής του χειρότερου ως καθεστώς πολιτικού ορθολογισμού· 3) μία απόλυτη οργάνωση του σώματος των πολιτών που να ενισχύει στο έπακρο την προσήλωσή τους στους κυβερνητικούς θεσμούς, δημιουργώντας ένα είδος υπερθετικής πολιτικής αγωγής που κάνει τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις να παρουσιάζονται ως αποδείξεις αλτρουισμού. Ο πολίτης δεν έχει πια δικαίωμα στην υγεία (health safety), αλλά υποχρεούται νομικά στην υγεία (biosecurity).
Αυτό που περιέγραφε ο Zylberman το 2013 έχει πλέον επαληθευτεί επακριβώς. Είναι σαφές ότι, πέρα από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που συνδέεται με έναν συγκεκριμένο ιό, ο οποίος μπορεί στο μέλλον να αντικατασταθεί από έναν άλλο, αυτό που διαφαίνεται είναι ο σχεδιασμός ενός κυβερνητικού μοντέλου του οποίου η αποτελεσματικότητα υπερβαίνει κατά πολύ το σύνολο των μορφών διακυβέρνησης που η πολιτική ιστορία της Δύσης είχε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Εάν ήδη, κατά την προοδευτική παρακμή των ιδεολογιών και των πολιτικών πιστεύω, οι λόγοι ασφαλείας επέτρεψαν τη συναίνεση των πολιτών στους περιορισμούς των ελευθεριών που δεν ήταν πρόθυμοι πριν να αποδεχτούν, η βιοασφάλεια απέδειξε ότι ήταν ικανή να παρουσιάσει την απόλυτη παύση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και κάθε κοινωνικής σχέσης ως τη μέγιστη μορφή συμμετοχής των πολιτών. Γίναμε έτσι θεατές της παράδοξης στάσης των αριστερών οργανώσεων, που παραδοσιακά συνήθιζαν να διεκδικούν δικαιώματα και να καταγγέλλουν παραβιάσεις του συντάγματος, να δέχονται ανεπιφύλακτα τους περιορισμούς των ελευθεριών που αποφασίζονται με υπουργικά διατάγματα στερημένα από κάθε νομιμότητα, που ακόμη και η ο φασισμός δεν είχε ονειρευτεί ποτέ ότι θα μπορούσε να επιβάλει.
Είναι ξεκάθαρο –και οι ίδιες οι κυβερνητικές αρχές μάς το υπενθυμίζουν συνεχώς– ότι αυτό που ονομάζεται «κοινωνική απόσταση» θα γίνει το μοντέλο της πολιτικής που μας περιμένει και ότι (όπως το ανήγγειλαν οι εκπρόσωποι της «task force», των οποίων τα μέλη βρίσκονται σε προφανή σύγκρουση συμφερόντων με το λειτούργημα που θα έπρεπε να ασκούν) η απόσταση αυτή θα δώσει την ευκαιρία για να αντικατασταθούν παντού από ψηφιακούς τεχνολογικούς μηχανισμούς οι ανθρώπινες σχέσεις στη φυσική τους διάσταση, οι οποίες και θα θεωρούνται εφεξής ως τέτοιες ύποπτες μετάδοσης (πολιτικής μετάδοσης, εννοείται). Τα πανεπιστημιακά μαθήματα, όπως το MIUR [το ιταλικό Υπουργείο Παιδείας, Πανεπιστημίων και 'Ερευνας -σ.σ.] το έχει ήδη συστήσει, θα γίνονται κανονικά από τον επόμενο έτος διαδικτυακά, δεν θα αναγνωριζόμαστε πλέον κοιτάζοντάς μας στο πρόσωπο, το οποίο θα μπορεί να καλύπτεται με υγειονομική μάσκα, αλλά από ψηφιακές συσκευές που θα αναγνωρίζουν τα βιολογικά δεδομένα που θα συγκεντρώνονται υποχρεωτικά, ενώ οποιαδήποτε «συγκέντρωση», οργανωμένη είτε για πολιτικούς, είτε για φιλικούς λόγους, θα συνεχίζει να απαγορεύεται.
Τίθεται έτσι το θέμα μιας συνολικής αντίληψης των πεπρωμένων της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα σε μία προοπτική που, από πολλές απόψεις, φαίνεται να έχει πάρει από τις θρησκείες που βρίσκονται πλέον στη δύση τους την αποκαλυπτική ιδέα ενός τέλους του κόσμου. Μετά την αντικατάσταση της πολιτικής από την οικονομία, τώρα ακόμη και η οικονομία, για να μπορέσει να κυβερνήσει, θα πρέπει να ενταχθεί στο νέο μοντέλο βιοασφάλειας, στο οποίο θα θυσιάζονται όλες οι άλλες απαιτήσεις. Δικαιούμαστε να αναρωτιόμαστε αν μια τέτοια κοινωνία θα μπορέσει να ορίζεται ακόμη ως ανθρώπινη ή εάν η απώλεια των ευαίσθητων σχέσεων, του προσώπου, της φιλίας, του έρωτα, μπορεί πραγματικά να αντισταθμιστεί από μια αφηρημένη υγειονομική ασφάλεια που μπορεί να θεωρηθεί εντελώς πλασματική.
*Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν (ιταλικά: Giorgio Agamben, Ρώμη, 22 Απριλίου 1942) είναι Ιταλός φιλόσοφος και συγγραφέας. Εξειδικεύτηκε στη σκέψη των Βάλτερ Μπένγιαμιν, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Καρλ Σμιτ και Άμπυ Βάρμπουργκ (Aby Warburg). Η έννοια της βιοπολιτικής, δανεισμένη από τον Φουκώ, είναι στο επίκεντρο πολλών έργων του. (Wikipedia)
[Από το lundimatin#243, 18.05.2020 - Αρχική δημοσίευση στο σάιτ του ιταλικού εκδοτικού οίκου Quodlibet, Μτφ. Σ.Σ.]
[Πηγή: LiFO, ΑΛΜΑΝΑΚ - Tο BLOG του ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ, 22.5.2020]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου