Δύο
καταφάσεις στο βρετανικό ερώτημα
Γράφει
ο Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος
[Πηγή:
Εκτός Γραμμής, 28/06/2016]
Το
τι ακριβώς σηματοδοτεί το αποτέλεσμα
του δημοψηφίσματος της Πέμπτης για την
πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και
του ίδιου του ευρωπαϊκού εγχειρήματος
αποτελεί ένα κρίσιμο πολιτικό ερώτημα
αναγκαστικά εν αναμονή. Πέραν όμως της
αβεβαιότητας, η επιλογή των Βρετανών
για πλήρη αποχώρηση από την Ε.Ε. και η
πολιτική αντιπαράθεση που αρθρώθηκε
και εξακολουθεί να αρθρώνεται γύρω από
αυτή δίνει και κρίσιμες απαντήσεις σε
τρία τουλάχιστον ζητήματα.
Το
πρώτο είναι ότι η ιδεολογική ηγεμονία
του νεοφιλελευθερισμού έχει φθαρεί
σημαντικά ακόμα και σε χώρες του πυρήνα
του ιμπεριαλιστικού πλέγματος, όπου η
αναδιάρθρωση είχε προχωρήσει σε βάθος
καταφέρνοντας ισχυρά, αν όχι συντριπτικά,
πλήγματα στις δυνάμεις της εργασίας.
Υπό αυτή την έννοια το σημαντικότερο
στοιχείο της προεκλογικής καμπάνιας
δεν είναι το εάν και κατά πόσο τα λαϊκά
στρώματα και η παραδοσιακά συντηρητική
βρετανική επαρχία παρασύρθηκαν από τον
ξενοφοβικό λόγο του UKIP αλλά το ότι
αρνήθηκαν να υποκύψουν στον εκβιασμό
του διεθνούς και εγχώριου χρηματοπιστωτικού
κατεστημένου, που διαβεβαίωνε από τα
πλέον επίσημα χείλη ότι πιθανή έξοδος
της χώρας από την Ε.Ε. θα σημάνει ούτε
λίγο ούτε πολύ οικονομική καταστροφή
και πλήρη περιθωριοποίηση.
Αυτό
δεν σημαίνει ότι η ψήφος μεγάλου τμήματος
των υποστηρικτών του Brexit δεν εμφορείτο
όντως από αντιμεταναστευτικά κίνητρα
ούτε προφανώς ότι η έξοδος από την Ε.Ε.
σηματοδοτεί και συνειδητή απόρριψη του
νεοφιλελευθερισμού και του ρόλου του
Ηνωμένου Βασιλείου στο διεθνές σύστημα
(ουδείς πιο νεοφιλελεύθερος άλλωστε
από τον Μπόρις Τζόνσον, που επί της
ουσίας ηγήθηκε της καμπάνιας υπέρ της
εξόδου από πλευράς των Τόρηδων). Σημαίνει
όμως ότι σημαντική μερίδα του εκλογικού
σώματος αντέδρασε έστω και διαισθητικά
στη δήθεν απουσία εναλλακτικών, στη
διαρκή υπονόμευση των δημοκρατικών
θεσμών, στη μετάθεση της «πραγματικής
εξουσίας» στους
διαδρόμους του Σίτυ και των Βρυξελλών.
Αυτή η πηγαία, θυμική και εν πολλοίς
ασχηματοποίητη αντίδραση απέναντι στην
επιβολή της λογικής των αγορών (ή, κατ’
επέκταση, στην άρνηση της πολιτικής)
είναι που συνδέει το βρετανικό δημοψήφισμα
με φαινόμενα τόσο ετερόκλητα όσο το
γαλλικό Nuit Debout και την άνοδο του Εθνικού
Μετώπου, την επιτυχία της υποψηφιότητας
Τραμπ και τη θεαματική πορεία του Σάντερς
στις προκριματικές των Δημοκρατικών.
Αυτό
μας φέρνει και στο δεύτερο κρίσιμο
ζήτημα. Η ασφυξία που βιώνουν πλατιά
τμήματα των δυτικών κοινωνιών υπό το
βάρος της απαξίωσης της δημοκρατίας
και της απορρύθμισης του κοινωνικού
κράτους δημιουργεί βαθύτατα ρήγματα
στις σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης
και σε αυτό που κάπως απλοϊκά μπορούμε
να αποκαλέσουμε «μεταψυχροπολεμικό
κοινωνικό συμβόλαιο». Με
τη σειρά της, η κρίση αυτή ανοίγει τον
δρόμο τόσο για την ανάπτυξη μιας νέας,
αντιηγεμονικής πολιτικής πρότασης προς
όφελος των λαϊκών στρωμάτων όσο όμως
και για μια αντιδραστική ανασυγκρότηση
των κυριάρχων μπλοκ εξουσίας πίσω από
τη σημαία της εθνικής κυριαρχίας. Η
μετεωρική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ μετά τα
μεγάλα κινήματα του 2011 στην Ελλάδα, και
αργότερα του Podemos στην Ισπανία, όπως και
η απροσδόκητη ανάδειξη του Τζέρεμυ
Κόρμπυν στην ηγεσία των Εργατικών, είναι
όλα σημάδια τού ότι το στοίχημα για τις
δυνάμεις της αριστεράς στο φόντο αυτής
της διελκυστίνδας κάθε άλλο παρά εξαρχής
χαμένο ήταν.
Η
σύνδεση του ζητήματος της εθνικής
ανεξαρτησίας, μετωνυμία στις μέρες μας
της δημοκρατικής λογοδοσίας και της
λαϊκής κυριαρχίας, με τη συνολική
στρατηγική της νεοφιλελεύθερης
αναδιάρθρωσης και της ρευστοποίησης
των κατακτήσεων των λαϊκών κινημάτων
είναι σαφές ότι μπορούσε να παίξει
καταλυτικό ρόλο, γέρνοντας την πλάστιγγα
υπέρ των δυνάμεων του κινήματος και της
αριστεράς. Όπως όμως και στην περίπτωση
της Ελλάδας τον περασμένο Ιούλιο, το
βάρος της ιδεολογικής καθυπόταξης της
αριστεράς αποδείχτηκε για άλλη μια φορά
μεγαλύτερο όχι μόνο των ιστορικών
προκλήσεων αλλά και των προσδοκιών της
ίδιας της της κοινωνικής βάσης. Πέραν
λίγων παραφωνιών, η μεγάλη πλειονότητα
των συνδικάτων και των κομμάτων της
βρετανικής αριστεράς (Εργατικοί, Αριστερή
Ενότητα κ.λπ.) βροντοφώναξε μαζί με τον
διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, τους
αρθρογράφους των Financial Times, το λόμπι του
Σίτυ και την Κριστίν Λαγκάρντ «Ε.Ε.
ή βαρβαρότητα». Το
αποτέλεσμα ήταν η καμπάνια του Brexit να
θριαμβεύσει στα προπύργια των Εργατικών
στην Ουαλία, στα Μίντλαντς, στην Κάμπρια
και στην Ντάραμ υπό τον Νάιτζελ Φάρατζ,
τη στιγμή που στις παραδοσιακά
φιλο-Εργατικές λαϊκές συνοικίες του
ανατολικού Λονδίνου τον τόνο έδιναν
πολιτευτές της δεξιάς πτέρυγας των
Συντηρητικών.
Σαν
να μην έφτανε αυτό, η εξαιρετικά επιθετική
στάση των ευρωπαϊκών ελίτ απέναντι στο
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος κινδυνεύει
να χρίσει την άκρα δεξιά όχι μόνο
θεματοφύλακα του «πατριωτικού
αισθήματος» των
λαϊκών στρωμάτων αλλά και της ίδιας της
δημοκρατίας. Κίνδυνος αισθητός ιδιαίτερα
στην ίδια τη Βρετανία, όπου το πολιτικό
και μιντιακό προσωπικό της σοσιαλδημοκρατίας
φαίνεται να πρωτοστατεί στην υπονόμευση
του αποτελέσματος παρασέρνοντας συνολικά
και τις δυνάμεις της αριστεράς. Σε
κεντρικό του άρθρο στους Times της Νέας
Υόρκης την επομένη του δημοψηφίσματος,
ο Τόνυ Μπλαιρ, κατά πολλούς αρχιτέκτονας
της φιλοευρωπαϊκής στρατηγικής του
Ηνωμένου Βασίλειου την τελευταία
εικοσιπενταετία, έφτασε στο σημείο να
χαρακτηρίσει πραξικόπημα την ίδια τη
λαϊκή ετυμηγορία. Κατά τραγική ειρωνεία,
οι δηλώσεις αυτές, σε συνδυασμό με την
πρωτοβουλία για επανάληψη του
δημοψηφίσματος και τις οριακά
παραληρηματικές αναφορές για απόσχιση
της περιφέρειας του Λονδίνου σε περίπτωση
αποχώρησης από την Ε.Ε. –οι
οποίες διακινούνται στο διαδίκτυο–,
αποτελούν εκ των υστέρων
ενδείξεις του «δημοκρατικού
ελλείμματος» που
τα λαϊκά στρώματα βιώνουν τις τελευταίες
δεκαετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου