Κλιμακώνεται η διατλαντική οικονομική σύρραξη
[Πηγή: Capital.gr, 09/07/2014]
Όσοι είχαν έστω και την παραμικρή
αμφιβολία ότι η επιβολή προστίμου 8,9 δισ. δολ. στην γαλλική BNP Paribas και η
απαγόρευση εκκαθάρισης συναλλαγών δολαρίου για έναν χρόνο από την εν λόγω
τράπεζα από τις αμερικανικές αρχές δεν αποτελούσε παρά ένα επεισόδιο μόνον στην
διατλαντική οικονομική σύρραξη που έχει ξεκινήσει, πρέπει να πείσθηκαν μετά την
είδηση ότι στρέφονται τώρα κατά της γερμανικής Commerzbank. Πόσο μάλλον που το
γερμανικό δημόσιο είναι βασικός μέτοχος με ποσοστό 17% στην γερμανική αυτή
τράπεζα. Και αν και πιθανολογείται πως το πρόστιμο σε αυτή την περίπτωση θα
είναι πολύ μικρότερο οι αναλυτές επισημαίνουν πως εάν είναι υψηλότερο από 500
εκατομμύρια δολάρια θα χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση του εμβληματικού γερμανικού
τραπεζικού ιδρύματος.
Στην καρδιά των διώξεων αυτών της Ουάσιγκτον κατά των ευρωπαϊκών και προσεχώς ίσως των ρωσικών και κινεζικών τραπεζών κάποιοι, όπως οι Times της Νέας Υόρκης, διαβάζουν την πρόθεση των ΗΠΑ να δώσουν ένα μάθημα σε όσους αμφισβητούν την παντοδυναμία του δολαρίου και κατ΄ επέκταση την αμερικανική ηγεμονία επί της παγκόσμιας οικονομίας. Αιτία ή αφορμή των κυρώσεων η παραβίαση από κάποιες τράπεζες των διεθνών κυρώσεων κατά κρατών που βρίσκονται στην αμερικανική μαύρη λίστα όπως είναι η Κούβα, το Σουδάν ή το Ιράν. Και οι αμερικανικές αρχές έχουν ακόμα πολλούς στόχους. Για παρόμοιες υποθέσεις ερευνώνται και οι γαλλικές Credit Agricole και Societe Generale, η γερμανική Deutsche Bank και η ιταλική UniCredit.
Το Παρίσι σήκωσε το γάντι και δια
στόματος υπουργού Οικονομικών αλλά και μεγάλων πολυεθνικών γαλλικών ομίλων όπως
η Total καλεί την διεθνή κοινότητα, ούτε λίγο ούτε πολύ, να απεξαρτηθεί από το
δολάριο. Ο Γάλλος υπουργός οικονομικών Michel Sapin ζήτησε από τις πολιτικές
ηγεσίες της Ευρώπης, να εξετάσουν τρόπους που θα ενθαρρύνουν την χρήση του ευρώ
στο διεθνές εμπόριο, πρόταση που θα τεθεί προς συζήτηση στο επόμενο Eurogroup.
Λίγα 24ωρα νωρίτερα ο Christophe de Margerie, διευθύνοντας σύμβουλος της Total,
ζήτησε ευρύτερη χρήση του ευρώ στις πετρελαϊκές συναλλαγές, προνομιακό
παραδοσιακά χώρο του αμερικανικού νομίσματος. Στόχος να αποφεύγονται οι
εκκαθαρίσεις των συναλλαγών στις ΗΠΑ. Ισχυρίστηκε μάλιστα πως πολλές
αγοραπωλησίες αργού πετρελαίου ήδη γίνονται σε άλλα νομίσματα.
Σε αυτό το περιβάλλον όμως δεν ήταν
δυνατόν να παραμείνουν αλώβητες οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές,
τραπεζοβαρείς όπως είναι μάλιστα πολλές εξ’ αυτών. Η ανησυχία για την κλιμάκωση
του οικονομικού πολέμου μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού αλλά και για τις
επιπτώσεις των μεγάλων προστίμων σε τραπεζικά ιδρύματα έσπειρε, ακόμα και σε
όσους θεωρούσαν την BNP μεμονωμένο γεγονός, βαθιά επιφυλακτικότητα. Η πτώση
στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές ήταν μεγαλύτερη του 1% η δε μετοχή της
Commerzbank υποχώρησε περισσότερο από 5%.
Η Commerzbank φέρεται να κατηγορείται
ότι έκανε συναλλαγές σε χώρες όπως το Ιράν, το Σουδάν, η Βόρειος Κορέα, η
Μιανμάρ και η Κούβα και έτσι βρίσκεται αντιμέτωπη με πρόστιμο 500 εκατ. δολ.
Έτσι όμως, «εγείρονται ανησυχίες και αμφιβολίες για την υγεία του ευρωπαϊκού
χρηματοπιστωτικού συστήματος και της παγκόσμιας οικονομίας εν γένει ενώ
διαταράσσονται και οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. και ειδικότερα η συμφωνία
μεταξύ τους για το διατλαντικό εμπόριο και τις επενδύσεις» επισημαίνει ο Ίων
Κουφοπαντελής, επικεφαλής της Eurocorp ΑΕΠΕΥ και γνώστης του γαλλικού
χρηματοοικονομικού συστήματος. Η όλη υπόθεση εκτιμάται ότι «μπορεί να οδηγήσει
ευρωπαϊκές εταιρίες με τις ευλογίες ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να σταματήσουν κατά
το δυνατόν να χρησιμοποιούν δολάρια στις διεθνείς συναλλαγές και να στραφούν
περισσότερο στο ευρώ». Να σημειωθεί ότι πάνω από 80% των παγκόσμιων
χρηματοπιστωτικών συναλλαγών χρησιμοποιούν ως νόμισμα το δολάριο, όπως
παραδέχτηκε και ο διοικητής της Τράπεζα της Γαλλίας Christian Noyer μετά την
υπόθεση της BNP Paribas. Και με αυτό δεδομένο χιλιάδες πολυεθνικοί όμιλοι είναι
αναγκασμένοι να συμμορφώνονται ουσιαστικά με την εξωτερική πολιτική της
Ουάσιγκτον όπως ανερυθρίαστα και κυνικά διεμήνυσαν οι Times της Νέας Υόρκης σε
εκτενή ανάλυσή τους για τα τεκταινόμενα.
«Πιθανός σταδιακός περιορισμός της
χρήσης του δολαρίου ως διεθνές νόμισμα συναλλαγής θα ευνοούσε το ευρώ αλλά και
το κινέζικο γουάν και θα βελτίωνε τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και
Κίνας, οι οποίες εμφανίζονται ανυπόμονες να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στην
παγκόσμια οικονομία σημειώνει ο Ι. Κουφοπαντελής. Ειδικά οι κυρώσεις που
επιβάλλονται για πολιτικούς λόγους στην Ρωσία, «πιθανόν να οδηγήσουν και αυτές
σε περιορισμό του δολαρίου για συμβόλαια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο των
Ρώσων υπό το φόβο ότι θα επεκταθούν οι κυρώσεις που ακολούθησαν τα γεγονότα
στην Κριμαία και την Ουκρανία εν γένει και στις χρηματοοικονομικές και
εμπορικές συναλλαγές» προσθέτει. Το ευρώ πάντως βρίσκεται σε πτώση το τελευταίο
δίμηνο κυρίως υπο την πίεση της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ
και της προοπτικής σύσφιξης αυτή της US FED.
Στις έρευνες των αμερικανικών αρχών,
που έχουν προσλάβει όπως έγινε ξεκάθαρο παραπάνω τη μορφή μαζικών διώξεων,
συμμετέχουν η εισαγγελία της Νέας Υόρκης, το αμερικανικό υπουργείο δικαιοσύνης,
οι τραπεζικές εποπτικές αρχές της Πολιτείας και η Federal Reserve. Μένει λοιπόν
μικρή μόνον αμφιβολία για το κατά πόσον το θέμα της BNP και τώρα της
Commerzbank εξελίσσεται εν αγνοία του Λευκού Οίκου. Πολλοί δε εντάσσουν στα
πλαίσια της Αμερικανό-ευρωπαϊκής κόντρας και την υπόθεση της αρχικής άρνησης
της κυβέρνησης του Francois Hollande να δεχθεί την προσφορά της General
Electric για την εξαγορά του γαλλικού ομίλου Alstom, ο οποίος κατασκευάζει
πυρηνικές εγκαταστάσεις, τουρμπίνες παραγωγής ενέργειας αλλά και τρένα υψηλής
ταχύτητας, επικαλούμενη λόγους κρατικής ασφαλείας. Και μιλούν για εν δυνάμει
αφευρωπαϊσμό του επιχειρείν της Γηραιάς με δεδομένα τα προβλήματα των
οικονομιών και των τραπεζών και των επιχειρήσεων μετά την κρίση των τελευταίων
ετών.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η
προσπάθεια της Ουάσιγκτον να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στις συνομιλίες με
την Ευρώπη για το διατλαντικό εμπόριο και τις επενδύσεις (Trans-Atlantic Trade
and Investment Partnership ή ΤΤΙΤ). Πρόκειται ουσιαστικά για την προσπάθεια απελευθέρωσης
του εμπορίου και των επενδύσεων μεταξύ των δυο πλευρών υπο ένα νέο ξεκάθαρο
πλαίσιο που θα άρει προστατευτικά εμπόδια που έχει de facto εγείρει ή
συντηρήσει η ευρωπαϊκή πλευρά. Για την ώρα όμως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν
καταφέρνουν να μιλούν με μια φωνή κάνοντας τους απαραίτητους προς τούτο
συμβιβασμούς ενώ εμφανίζονται απρόθυμες να κάνουν υποχωρήσεις έναντι των ΗΠΑ.
Άγνωστο βέβαια παραμένει για την ώρα εάν θα γίνουν περισσότερο πρόθυμες μετά το
«πυρηνικό χτύπημα» κατά της BNP Paribas και την στοχοποίηση αρκετών άλλων τραπεζικών
ομίλων της Γηραιάς.
Για την ώρα πάντως οι ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες δείχνουν να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το δε Βερολίνο
εμφανίζεται ακόμα επιεικώς μουδιασμένο να ηγηθεί στην όλη διαπάλη παρά το ότι
αξιώνει τέτοιο ρόλο έναντι των ασθενέστερων εταίρων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου