Μέση Ανατολή: Η εποχή του στρατηγικού αυτοσχεδιασμού
[Πηγή: Capital.gr, 07/07/2014]
Η είδηση της ανάπτυξης 30.000
Σαουδαράβων στρατιωτών στα σύνορα με το Ιράκ καταδεικνύει το οριακό σημείο στο
οποίο έφθασε μετά από τρεις δεκαετίες το “διπλό παιχνίδι” του Οίκου των Σαούντ
με τον διεθνή τζιχναντισμό.
Πολύ περισσότερο και από τους
(ανθεκτικούς, όπως αποδείχθηκε) άμεσους αντιπάλους του, όπως είναι η κυβέρνηση
Maliki στο Ιράκ και η κυβέρνηση Assad στη Συρία, το “ισλαμικό κράτος” του Abu
Bakr al-Baghdadi απειλεί τις αραβικές μοναρχίες, που το προηγούμενο διάστημα
ενίσχυσαν παντοιοτρόπως τους ισλαμιστές αντάρτες της περιοχής.
Η απειλή δεν είναι μόνο
επιχειρησιακή (αν και η σαουδαραβική στρατιωτική κινητοποίηση είναι από μόνη
της ενδεικτική), είναι και οργανωτική, καθώς οι τζιχαντιστές εμφανίζουν μιαν
απροσδόκητη ικανότητα να διαχειρίζονται τις υποδομές και να οργανώνουν, με τον
δικό τους αμείλικτο τρόπο, την κοινωνική ζωή στις περιοχές που κατέλαβαν,
λειτουργώντας έως και Γραφεία Προστασίας Καταναλωτή...
Άλλωστε, το “πρόγραμμα” που είχε
εκθέσει το 2006 ο ηγέτης της Αλ Κάιντα Ayman al-Zawahiri σε επιστολή του προς
τον “προπάτορα” του “Ισλαμικού Κράτους”, Abu Musab al-Zarqawi, προέβλεπε,
ακολουθώντας το παράδειγμα του Προφήτη Μωάμεθ την ίδρυση σε πρώτο στάδιο στην
καρδιά του μουσουλμανικού κόσμου ενός “εμιράτου” εξολοκλήρου βασισμένου στη
Σαρία, κατόπιν τη μεταξέλιξή του σε “χαλιφάτο” και σε τρίτο στάδιο την δια της
βίας ενσωμάτωση σε αυτό της Συρίας, της Ιορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και
του Κουβέιτ. Η τελική αναμέτρηση προβλεπόταν να είναι η σύγκρουση με το Ισραήλ.
Με άλλα λόγια, τα δίκτυα που έως
τώρα είχαν φανεί χρήσιμα πτέρυγες του Οίκου των Σαούντ ως όπλο ασύμμετρου
πολέμου εναντίον περιφερειακών αντιπάλων, αυτονομούνται και μετατρέπονται σε
κίνδυνο για το ίδιο το βασίλειο, τη στιγμή ακριβώς που αυτό αντιμετωπίζει το
αναπάντητο ερώτημα της μεταβίβασης του θρόνου για πρώτη φορά από τη γενιά των
γιών στη γενιά των εγγονών του ιδρυτή του κράτους, Abdullaziz Ibn Saud.
Πρόκειται, κατά την αμερικανική
ορολογία, για κλασική περίπτωση “blowback”, που αναδεικνύει τις αντιφάσεις όχι
μόνο των σουνιτικών μοναρχιών, αλλά πρωτίστως του μεγάλου υπερατλαντικού τους
εταίρου.
Όσο και αν το Ριάντ ανέπτυξε
αυτοτελείς πρωτοβουλίες, ενίοτε επιβλαβείς για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς,
δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας “πυλώνας” της υπό δυτική ηγεμονία διεθνούς τάξης
πραγμάτων: κύριος ενεργειακός τροφοδότης της διεθνούς αγοράς, μέγας πελάτης των
εξοπλιστικών και λοιπών βιομηχανιών (και άρα διαφθορέας των πολιτικών ελίτ της
Δύσης), εγγυητής του ρόλου του δολαρίου και πρωταγωνιστής των παγκόσμιων
χρηματοπιστωτικών ροών.
Ο αναχρονιστικός σκοταδισμός που
εξάγει το βασίλειο δεν είναι παρά το περίβλημα της “υπερμοντέρνας” διαπλοκής
του στη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα. Και πάντως, τα τζιχαντιστικά δίκτυα
ήταν ανύπαρκτα πριν το 1979, οπότε η Ουάσιγκτον ανέθεσε την σχετική
“υπεργολαβία” στο Ριάντ, προκαλώντας την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν.
Αφιερωμένη στον “πόλεμο κατά της
τρομοκρατίας”, η πρώτη δεκαετία του αιώνα, απώθησε από τη μνήμη, τη συμπόρευση
της υπερδύναμης με τους αναξιόπιστους, και εν τέλει ανεξέλεγκτους, τζιχαντιστές
κατά τις δεκαετίες που είχαν προηγηθεί – αλλά και αυτήν που διανύουμε.
Μέσα στα τρία χρόνια που μας
χωρίζουν από το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης, δοκιμάσθηκαν εναλλάξ και
απέτυχαν δύο διαφορετικές στρατηγικές για την περιοχή: το σενάριο της
“ισλαμοδημοκρατίας” με φορέα τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και το σενάριο της εκ
νέου αξιοποίησης των τζιχαντιστών εναντίον των κοσμικών ρεπουμπλικανικών
καθεστώτων της Λιβύης και της Συρίας. Η βαθιά εχθρότητα των Σαούντ προς την
Αδελφότητα, το Κατάρ που τη στήριζε, και συνολικά κάθε προοπτική
“εκδημοκρατισμού”, έστω και με ισλαμιστικό πρόσημο, έριξε αποφασιστικά το βάρος
υπέρ του δεύτερου σεναρίου. Όμως, ο “λογαριασμός” για τη Ουάσιγκτον έλαβε τη
μορφή του πυρπολημένου αμερικανικού προξενείου της Βεγγάζης, του αδιεξόδου στη
Συρία και της επαπειλούμενης τριχοτόμησης του Ιράκ.
Δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς
σε οποιαδήποτε θεωρία συνωμοσίας για να ερμηνεύει το προφανές: ότι δηλαδή δεν
γνωρίζουν πώς να τοποθετηθούν στην περιοχή, πώς να χαλιναγωγήσουν τους
ατίθασους συμμάχους τους και πώς να οικοδομήσουν μία περιφερειακή τάξη, πέρα
από τη “διαχείριση χάους” που αναδεικνύει κάθε είδους “άνθη του κακού”.
Εστιασμένες, κατά περίπτωση, στρατιωτικές επεμβάσεις θα δίνουν την εντύπωση ότι
η υπερδύναμη διατηρεί τον έλεγχο, όταν η πραγματικότητα θα είναι απλώς αυτή
ενός αιματηρού αυτοσχεδιασμού που τον υφίστανται εκατομμύρια άνθρωποι στη
γειτονιά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου