Αρνητές στράτευσης στο Ισραήλ. "Κάποιος έχει την ευθύνη"
AP Photo/Emilio Morenatti |
Επιστολή –
κόλαφος 43 εφέδρων της μονάδας ηλεκτρονικής παρακολούθησης
Γράφει: Ελένη Μαυρούλη
[Πηγή: Το Περιοδικό, 22/09/2014]
Έχει περάσει ένας μήνας από τη στιγμή
που τα όπλα σίγησαν στη Λωρίδα της Γάζας στη βάση μιας εύθραυστης και άκρως
ευάλωτης συμφωνίας εκεχειρίας. Ο απόηχος, όμως, του μακελειού αυτού, που
σημάδεψε το φετινό καλοκαίρι και καταγράφηκε ως η αιματηρότερη ισραηλινή
επίθεση στη Γάζα όλων των τελευταίων χρόνων, συνεχίζει να προκαλεί
παρενέργειες. Μπορεί στην παλαιστινιακή λωρίδα γης το βασικό, στο βλέμμα όλων,
να είναι το πώς θα ανοικοδομηθεί, το συντομότερο δυνατό, η καταστροφή που
προκάλεσαν οι ισραηλινές βόμβες (για εικόνα μεγάλου τσουνάμι έκανε λόγο
αξιωματούχος του ΟΗΕ) και το πώς θα συνεχίσει να επιβιώνει η συμφωνία
παλαιστινιακής ενότητας, στο Ισραήλ, όμως, η κατάσταση είναι πιο τεταμένη. Μετά
τη θύελλα επικρίσεων από όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος με επίκεντρο
τους χειρισμούς του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανάχιου και την ολοένα
δυσκολότερη οικονομική κατάσταση που απειλεί να προκαλέσει αλλεπάλληλες
εκρήξεις, μια νέα «βόμβα» ήρθε να ταράξει τα νερά της υφιστάμενης «τάξης» της
ισραηλινής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος.
Την Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου,
δημοσιοποιήθηκε στα ισραηλινά ΜΜΕ επιστολή που υπογράφουν 43 έφεδροι της
επίλεκτης στρατιωτικής μονάδας συλλογής πληροφοριών 8200 (στα εβραϊκά Yehida
Shmoneh-Matayim), με την οποία καθιστούν σαφές ότι δεν προτίθενται να
συμμετάσχουν περαιτέρω σε οποιαδήποτε επιχείρηση κατά των Παλαιστινίων. Οι 43 υπογράφοντες, των οποίων τα
ονόματα δεν γνωστοποιήθηκαν, είναι νυν και πρώην έφεδροι όλων των βαθμίδων και,
μία μέρα νωρίτερα, είχαν γνωστοποιήσει την επιστολή τους στον πρωθυπουργό
Μπέντζαμιν Νετανιάχου, τον επικεφαλής του ισραηλινού ΓΕΣ, Μπένι Γκαντζ, τον
αρχηγό της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, Αβίβ Κοσάβι.
«Παρακολουθούμε για να τους
ελέγχουμε, να τους διχάζουμε, να τους κατέχουμε»
Η συγκεκριμένη μονάδα διεξάγει
επιχειρήσεις ηλεκτρονικής παρακολούθησης. Για να μην πολυλογούμε, είναι ένα από
τα βασικότερα «κύτταρα» του ισραηλινού στρατιωτικού μηχανισμού. Είναι η
κεντρική μονάδα συγκέντρωσης πληροφοριών, στη βάση των οποίων σχεδιάζονται
ολόκληρες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Είναι η μονάδα που συνεργάζεται πολλές
φορές με την περιβόητη αμερικανική NSA.
Σύμφωνα με τα ισραηλινά ΜΜΕ, στην
επιστολή οι αρνητές έφεδροι της μονάδας ηλεκτρονικής παρακολούθησης
υποστηρίζουν ότι το υλικό που συγκεντρώνουν χρησιμοποιείται για να γίνεται ολοένα
βαθύτερη η ισραηλινή στρατιωτική κυριαρχία στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
Σημειώνουν ότι, αντίθετα με άλλες αντίστοιχες υπηρεσίες άλλων χωρών, δεν
γίνεται καμία επιλογή των πληροφοριών που συγκεντρώνονται ως προς το κατά πόσο
αφορούν άτομα που σχετίζονται ή δεν σχετίζονται με βίαια επεισόδια ή
οργανώσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει πλήθος προσωπικών πληροφοριών για άμαχους
Παλαιστινίους, οι οποίοι δεν έχουν καμία νομική κάλυψη ως προς την προστασία
των προσωπικών τους δεδομένων.
Μάλιστα, όπως δήλωσαν αρκετοί από
τους υπογράφοντες σε ισραηλινά ΜΜΕ, συλλέγονται και προσωπικά δεδομένα
Παλαιστινίων, όπως είναι οι σεξουαλικές τους προτιμήσεις ή τυχόν προβλήματα
υγείας, τα οποία χρησιμοποιούνται, στη συνέχεια, από τον ισραηλινό στρατό ως
μέσο εκβιασμού προκειμένου να αναγκαστούν τα συγκεκριμένα άτομα να γίνουν
πληροφοριοδότες. Καταγγέλλουν, επίσης, ότι πολλές φορές «το κριτήριο»
συλλογής πληροφοριών ήταν οι «προσωπικές ατζέντες» πολιτικών ανωτέρων τους.
«Γενικά θεωρείται ότι το να υπηρετεί
κανείς στη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών δεν έχει ηθικά διλήμματα και
συνεισφέρει μόνο στην μείωση της βίας και της πρόκλησης κακού σε αθώους
πολίτες», αναφέρουν οι 43 υπογράφοντες. «Παρόλα αυτά, η στρατιωτική
υπηρεσία μάς έχει διδάξει ότι η συγκέντρωση πληροφοριών είναι αναπόσπαστο μέρος
της ισραηλινής στρατιωτικής κατοχής επί των παλαιστινιακών εδαφών».
«Η συγκέντρωση των πληροφοριών αυτών
επιτρέπει διαρκή έλεγχο επί εκατομμυρίων ανθρώπων, επιτρέπει σε βάθος
παρακολούθηση και εισβολή στις περισσότερες πτυχές της ζωής τους. Όλα αυτά δεν
επιτρέπουν να υπάρχει κανονική ζωή, πυροδοτούν περισσότερη βία και αναβάλλουν
κάθε τερματισμό της σύγκρουσης» αναφέρεται στην επιστολή. «Ενώ η παρακολούθηση
Ισραηλινών πολιτών είναι αυστηρά περιορισμένη, οι Παλαιστίνιοι δεν προστατεύονται
από καμία πλευρά. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται βλάπτουν αθώους
ανθρώπους. Χρησιμοποιούνται για πολιτικές διώξεις και για να καλλιεργηθεί
διχασμός στους κόλπους της παλαιστινιακής κοινωνίας δια της στρατολόγησης
πληροφοριοδοτών».
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως
σημειώνεται στην επιστολή, «οι συγκεντρωμένες πληροφορίες εμποδίζουν
Παλαιστινίους που κάθονται στο εδώλιο να έχουν μια δίκαιη δίκη στα στρατοδικεία
όπου οδηγούνται, καθώς οι πληροφορίες ουδέποτε δημοσιοποιούνται αλλά απλώς τις
επικαλείται η εισαγγελία» [σ.σ. αναφέρονται στις περιπτώσεις «διοικητικής
κράτησης», γνωστής τακτικής του ισραηλινού στρατού]. Και τονίζεται ότι:
«Αυτό το καθεστώς αρνείται (στους Παλαιστινίους) βασικά δικαιώματα και
απαλλοτριώνει εκτεταμένα τμήματα γης για τους εβραϊκούς εποικισμούς, οι οποίοι
υπόκεινται σε ξεχωριστό και διαφορετικό νομικό σύστημα, δικαιοδοσία και σύστημα
επιβολής του νόμου.»
Για να καταλήξει: «Η πραγματικότητα
αυτή δεν είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των προσπαθειών του κράτους του Ισραήλ
να προστατεύσει τον εαυτό του, αλλά μάλλον ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένων
επιλογών. Η επέκταση των εποικισμών δεν έχει καμία σχέση με την εθνική
ασφάλεια. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά στους περιορισμούς στην ανάπτυξη και
στον κατασκευαστικό τομέα, στην οικονομική εκμετάλλευση της Δ. Όχθης, στη
συλλογική τιμωρία των κατοίκων της Λωρίδα της Γάζας, και στην επιλογή της
συγκεκριμένης τοποθεσίας για το διαχωριστικό τείχος στη Δ. Όχθη. »
Ποινικοποίηση της άρνησης
Η «απάντηση» του ισραηλινού κρατικού
και στρατιωτικού μηχανισμού, παρά το ότι οι υπογράφοντες αποτελούν ένα μικρό
μέρος των στρατιωτών και εφέδρων που υπηρετούν στη συγκεκριμένη υπηρεσία
(τουλάχιστον 200), είναι μέχρι στιγμής πρωτοφανής. Ο υπουργός Άμυνας Μοσέ
Για’αλόν προανήγγειλε ότι οι 43 θα αντιμετωπιστούν ως «εγκληματίες» στη βάση
του κοινού ποινικού δικαίου. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, τελικά, θα είναι η πρώτη
φορά στην ιστορία του κινήματος των Ισραηλινών αρνητών στράτευσης που
αρνητές αντιμετωπίζονται ως ποινικοί εγκληματίες. Αυτό συνεπάγεται, αυτομάτως,
ότι δεν θα τιμωρηθούν με πειθαρχικές ποινές, ούτε καν με τις ποινές της
ολιγόμηνης επαναλαμβανόμενης φυλάκισης που επιφυλάσσονται συνήθως στους
αρνητές, ούτε με την μαζική απόταξη που υπέστησαν οι αρνητές πιλότοι.
Σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι θα
δικαστούν σε πολιτικά δικαστήρια και θα καταδικαστούν σε ποινές φυλάκισης
πιθανώς πολλών χρόνων όπως οι ποινικοί εγκληματίες, με τους οποίους και θα
φυλακιστούν, στη συνέχεια. Πρόκειται για ποιοτικό άλμα ακόμη πιο έντονου
αυταρχισμού, το οποίο ξεπερνά τα γνωστά όρια της καταστολής, και ποινικοποιεί
απροκάλυπτα και χωρίς περιστροφές την πολιτική διαφωνία. Υπενθυμίζουμε ότι
οι αρνητές στράτευσης στο Ισραήλ, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν
αρνούνται να υπηρετήσουν γενικώς, αλλά αρνούνται να υπηρετήσουν στα κατεχόμενα
παλαιστινιακά εδάφη.
Ρήγμα στα θεμέλια της ισραηλινής
κοινωνίας
Αν μια τέτοια κίνηση, όντως, γίνει
από πλευράς ισραηλινής κυβέρνησης και στρατού, τότε θα πρόκειται για μια πολύ
σοβαρή εξέλιξη με απρόβλεπτες συνέπειες σε όλες τις πτυχές της πολιτικής και
κοινωνικής ζωής της χώρας. Οι σχεδόν ταυτόσημες δηλώσεις του Για’αλόν και του
πρωθυπουργού Νετανιάχου, οι οποίοι προσάπτουν στους 43 και γενικότερα στους
αρνητές ότι «συμμετέχουν σε εκστρατεία προσπάθειας απονομιμοποίησης του κράτους
του Ισραήλ και του ισραηλινού στρατού» (τον οποίο χαρακτηρίζουν ως τον
πλέον «ηθικό» στον κόσμο), περιγράφοντάς τους λίγο ως πολύ ως «δάκτυλο του
εχθρού στο εσωτερικό της χώρας», καθώς, όπως είπαν, μέχρι τώρα αυτή η
εκστρατεία απονομιμοποίησης προερχόταν από το εξωτερικό, δείχνει ότι το σύστημα
εξουσίας στο Ισραήλ δεν έχει πολλά περιθώρια ελιγμών πλέον.
Επιβεβαιώνονται, έτσι, οι
προειδοποιήσεις του φιλειρηνικού κινήματος και των αρνητών ότι όσο
διαιωνίζεται η κατοχή επί των Παλαιστινίων, τόσο περισσότερο η ισραηλινή
πολιτική σκηνή και κοινωνία βυθίζεται σε ένα σπιράλ καταστολής, αυταρχισμού,
έλλειψης στοιχειωδών δημοκρατικών αντανακλαστικών και σεβασμού στα ανθρώπινα
δικαιώματα και ελευθερίες, που πλέον στρέφεται προς τα ίδια τα σωθικά της.
Καμία αντίρρηση ή διαφωνία δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όχι μόνο από την
συγκυβέρνηση Νετανιάχου. Αλλά από το μεγαλύτερο μέρος του «παραδοσιακού»
πολιτικού προσωπικού. Αυτό δείχνουν οι καταδικαστικές, για την επιστολή των
αρνητών της μονάδας 8200, αντιδράσεις τόσο του επικεφαλής της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, του Εργατικού Κόμματος, Ισαάκ Χέρτζογκ, ο οποίος κατηγόρησε
τους υπογράφοντες ότι «καλούν σε ανυπακοή δημόσια που θα την πληρώσει ο
Ισραηλινός πολίτης!», όσο ακόμη και του αυτοπροσδιοριζόμενου ως αριστερού
κινήματος «Σμόλα», το οποίο αν και τάσσεται υπέρ του άμεσου τερματισμού της
ισραηλινής κατοχής, υποστήριξε ότι «η άρνηση υπηρέτησης της θητείας, από
αριστερή ή από δεξιά σκοπιά, είναι η ρίζα όλου του κακού!»
Αν, όντως, μεταφερθεί η διαδικασία
κατά των 43 αρνητών της Μονάδας 8200 από τα στρατοδικεία στα πολιτικά δικαστήρια,
η ισραηλινή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία επιλέγει να πάψει να «περιορίζει»
το ζήτημα των αρνητών στους κόλπους του στρατού. Επιλέγει να φέρει το ζήτημα
στο μέσο ακριβώς της κοινωνίας διχάζοντάς την πολύ πιο έντονα και απροκάλυπτα
στη «βολική» βάση τού «ποιος είναι πατριώτης και ποιος δεν είναι, ποιος αγαπά
το Ισραήλ και ποιος όχι κ.ο.κ.». Είναι προφανές ότι το θέμα θα χρησιμοποιηθεί
και για να αποπροσανατολίσει από τα μείζονα καυτά ζητήματα που απασχολούν
τον ισραηλινό λαό (όπως π.χ. η ολοένα χειρότερη οικονομική κατάσταση). Είναι,
όμως, εξίσου προφανές ότι απειλεί να πυροδοτήσει μια πολιτική κρίση γιγαντιαίων
διαστάσεων εντός της ισραηλινής κοινωνίας με απρόβλεπτες συνέπειες.
Είναι μια ενέργεια που, εκτός
όλων των άλλων, εκφράζει και ολοένα μεγαλύτερη δυσφορία και φόβο απέναντι στο
φιλειρηνικό κίνημα και στους αρνητές στράτευσης. Η δυσανεξία του ισραηλινού
πολιτικού συστήματος απέναντι στην αντίθετη γνώμη, απέναντι στους πολέμιους της
κατοχής, γίνεται ολοένα μεγαλύτερη όσο περισσότερο το σύστημα αυτό ταυτίζει την
ύπαρξή του με την κατοχή.
Η Yesh Gvul, η γνωστότερη και
παλαιότερη οργάνωση αρνητών στράτευσης στα κατεχόμενα εδάφη, κατηγόρησε
τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Άμυνας ότι από τη μία συγχαίρουν την μονάδα
8200 για την «εξαιρετική δουλειά» και από την άλλη την παρακινούν να διαπράξει
ακόμη περισσότερα εγκλήματα πολέμου. «Εσείς στέλνετε τους στρατιώτες να
πεθάνουν σε πολέμους που επιλέγετε να κάνετε και φέρνετε το Ισραήλ σε
αντι-δημοκρατικές αβύσσους με την επιλογή σας να συνεχίσετε να κυβερνάτε έναν
άλλο λαό. Αντί να ακούσετε την καθαρή φωνή των αρνητών της Μονάδας 8200, που
ζητά να τερματιστεί η κατοχή επί εκατομμυρίων Παλαιστινίων, επιμένετε στο δρόμο
των πολέμων και του αίματος… Οι Ισραηλινοί θα είναι ασφαλείς μόνο όταν δώσουν
τέλος στις απόψεις αυτές και το Ισραήλ αρχίσει πραγματικά να αναζητά πολιτική
λύση».
Την ώρα που κατηγορούνται ουσιαστικά
ως «εχθροί του Ισραήλ», (ανοιχτά πιά), οι 43, χωρίς να δίνουν τα κανονικά τους
ονόματα για ευνόητος λόγους, μιλούν στα ΜΜΕ και τονίζουν ότι αποφάσισαν να
κάνουν αυτό το βήμα ακριβώς γιατί δεν θέλουν να γίνουν «εχθροί του Ισραήλ».
Πήραν αυτήν την απόφαση ακριβώς γιατί είναι μέρος της ισραηλινής κοινωνίας και
γιατί θέλουν να συνεχίσει να υπάρχει στη βάση συγκεκριμένων αρχών.
«Όταν έπεσε η βόμβα ενός τόνου
στο σπίτι του Σαλάχ Σχεχάντε, στη Γάζα, το καλοκαίρι του 2002, και σκότωσε,
εκτός από αυτόν, και 14 μέλη της οικογένειάς του, ο αρχηγός της αεροπορίας,
Νταν Χαλούτζ, είχε πει στους πιλότους ότι έκαναν το καθήκον τους, ότι
προστάτευσαν το Ισραήλ, ότι δεν φέρουν ευθύνη για τους νεκρούς αμάχους. Πήραν
μια εντολή, πήραν ένα στόχο, χτύπησαν το στόχο. Εμείς, ως μονάδα 8200, είμαστε
αυτοί που δώσαμε τον στόχο. Ούτε εμείς είχαμε όμως ευθύνη, γιατί με την ίδια
λογική κάναμε το καθήκον μας. Με την επιστολή αυτή, αποφασίσαμε ότι κάποιος
κάποια στιγμή έχει ευθύνη. Εμείς αναλαμβάνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί
απέναντι στην ισραηλινή κοινωνία αλλά και στον παλαιστινιακό λαό».
Γνωρίζουν τις συνέπειες; Γνωρίζουν ότι μπορεί να επηρεαστεί καθοριστικά όλη
τους η ζωή στο εξής; Ναι, το γνωρίζουν, όπως λένε. Αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος
για να συνεχίσουν να ζουν. «Είναι ένα ρίσκο που πρέπει να πάρει κανείς».
[Παραθέτουμε τη
συνέντευξη στη βρετανική εφημερίδα Guardian τριών από τους 43 υπογράφοντες την
επιστολή εφέδρων της Μονάδας 8200]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου