Μέσα ή έξω από την Ευρωζώνη; Ενας διάλογος που δεν έγινε ποτέ!
ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
ΕΠΙΒΙΩΝΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΔΙΟ, ΟΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΝ ΣΥΓΧΥΣΗ,
ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ - Η ΚΡΙΣΗ ΒΟΗΘΗΣΕ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΥ
ΟΡΑΜΑΤΟΣ
Του Χ. Ι.
ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ
[Πηγή:
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 15/06/2014]
Ο διαχωρισμός
Βορρά-Νότου έχει πλήρως παγιωθεί
ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ των οικονομικών
αναλυτών και των αυθεντιών, στις αρχές της κρίσης της Ευρωζώνης, για την κατάρρευση του ευρώ αποδείχθηκαν
λάθος. Αλλά αυτοί που ισχυρίζονται ότι έληξε η κρίση στην Ευρωζώνη επίσης
σφάλλουν.
Τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της
κρίσης του ευρώ, οι «διασωθείσες» χώρες
της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία) εξακολουθούν να
μαστίζονται από άκρως κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, όπως η υψηλή
ανεργία, το υπερδιογκωμένο και μη
βιώσιμο χρέος, η διευρυνόμενη ανισότητα, η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η
διεύρυνση φτώχειας και εκμετάλλευσης, η απώλεια εξειδικευμένου εργατικού
δυναμικού λόγω της μετανάστευσης (την ίδια στιγμή που αυξάνεται εκθετικά
στις εν λόγω χώρες ο αριθμός των φτωχών και παράνομων μεταναστών) και ισχνές
προοπτικές ανάπτυξης.
Επίσης, ως απόρροια των ακραίων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που
επιβλήθηκαν από τους διεθνείς δανειστές για τις διασώσεις, εκχωρήθηκε ένα
σημαντικό μέρος της εθνικής κυριαρχίας από τις εν λόγω χώρες και επλήγη σοβαρά
η δημοκρατία, η διαφάνεια και το κοινό καλό.
Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι η
συζήτηση για την πιθανή ανάγκη της εξόδου από το ευρώ (ακόμη και η πρόταση για
την υιοθέτηση ενός διπλού νομίσματος) αποτέλεσε ταμπού από την έναρξη της κρίσης σε όλες τις «διασωθείσες» χώρες δεν
πρέπει να εκπλήσσει. Μάλιστα, για πολλούς και διάφορους λόγους
(κυβερνητική προπαγάνδα, ΜΜΕ υποταγμένα στις σκοπιμότητες, έλλειψη νεύρου και
πολιτικού οράματος εκ μέρους των κομμάτων της Αριστεράς, αδυναμία ουσιαστικού
διαλόγου μεταξύ οικονομολόγων διαφόρων σχολών και μελών της φλύαρης τάξης
γενικότερα), η στήριξη των πολιτών των βάναυσα κακοποιημένων χωρών από το
Βερολίνο και τις Βρυξέλλες προς το ευρώ παρέμεινε και συνεχίζει να είναι
ισχυρή.
Με βάση μια πρόσφατη έρευνα του Pew Institute, που διεξήχθη από 17
Μαρτίου μέχρι 9 Απριλίου του 2014, η στήριξη για το ευρώ ανάμεσα στους Ελληνες
(69%), για παράδειγμα, είναι ελάχιστα μικρότερη από αυτή των Γερμανών (72%),
ενώ σε ανάλογα επίπεδα κυμαίνεται και η στήριξη από τους Ισπανούς (68%). Οι
Πορτογάλοι έχουν επίσης εκφράσει επανειλημμένως την επιθυμία τους να
παραμείνουν στο ευρώ, καθώς επίσης και οι Ιρλανδοί, οι οποίοι είναι γενικότερα
υπέρθερμοι υποστηρικτές της ΕΕ.1
Ολα τα παραπάνω δείχνουν με τον πιο
γλαφυρό τρόπο ότι το οικονομικό σκηνικό
δεν μπορεί να ανατραπεί, όταν στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο επικρατούν
σύγχυση, αβεβαιότητα, αδιαφορία. Είναι βέβαιο ότι τα αίτια για την
έλλειψη κοινωνικών εκρήξεων στην εντονότερη περίοδο οικονομικής κρίσης, που
βίωσαν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες από την εποχή της λήξης του Β' Παγκοσμίου
Πολέμου, θα δώσουν αφορμή στο σύντομο μέλλον για άπειρες κοινωνιολογικές,
πολιτικές και οικονομικές ερμηνείες.
Κάποιοι αναλυτές έχουν ήδη
αποπειραθεί να το κάνουν, θεωρώντας, για παράδειγμα, ότι η κρίση και τα υψηλά
ποσοστά ανεργίας οδήγησαν το κοινωνικό σώμα, και ιδίως τους νέους, σε μια
κατάσταση πολιτικής παράλυσης. Εντάξει, μόνο που σε μερικές περιπτώσεις
τυγχάνει να είναι οι ίδιοι αναλυτές που πριν από 3-4 χρόνια προέβλεπαν ότι η
κρίση θα οδηγούσε σε μεγάλες κοινωνικές αναταραχές!
Ουσιαστικά, όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν το βαθμό της κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου
εγχειρήματος (σε συνδυασμό με τις δομικές αλλαγές στην οικονομία και στους
χώρους της απασχόλησης) στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Οπως
αναφέρει ο Αμερικανός κοινωνικός αναλυτής Henry Giroux, η «εξατομίκευση του
κοινωνικού σώματος» και η μετατροπή των πολιτών σε απλούς καταναλωτές, μέσω της
χρήσης διαφόρων πολιτιστικών και παιδαγωγικών μηχανισμών, είναι η βάση της
επιτυχίας της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού και του περιορισμού του πεδίου
δράσης και κριτικής σκέψης, και βέβαια με τις όποιες μορφές συνεχιζόμενης
αντίστασης να αντιμετωπίζονται όπως πάντα από τους μηχανισμούς καταστολής.
Στο αποκορύφωμα της κρίσης, η
συζήτηση για την έξοδο από το ευρώ, μέσα από ένα δημοκρατικά συντονισμένο
πλαίσιο και με σημείο αναφοράς τα ίδια τα συμφέροντα των πολιτών (όπως έγινε
δηλαδή στην περίπτωση της Ισλανδίας,
που αρνήθηκε να πληρώσει τα χρέη για τις ληστρικές πολιτικές των τραπεζών), θα
μπορούσε ενδεχομένως να συνεισφέρει πράγματα στην αντιμετώπιση της κρίσης,
προκαλώντας ίσως από μόνη της τις πολιτικές πιέσεις για αλλαγή πλεύσης στην
οικονομική πολιτική της Ευρωζώνης.
Η έξοδος από το ευρώ θα προσέφερε αναμφίβολα κάποια πλεονεκτήματα,
που θα ήταν επακόλουθο της αποκατάστασης της νομισματικής κυριαρχίας, αλλά θα
συνοδεύονταν επίσης από μεγάλους κινδύνους (έκρηξη πληθωρισμού, διόγκωση του
χρέους, επιβολή μέτρων λιτότητας και πιθανά αντίποινα κ.ο.κ.).
Ουδείς
οικονομολόγος μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τις πραγματικές επιπτώσεις της
εξόδου ενός κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη, ιδίως από τη στιγμή που δεν
είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την πολιτική διάσταση, και όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο
δεν μπορεί να θεωρούνται τίποτα άλλο από απλοί τσαρλατάνοι. Αυτό ωστόσο δεν
έπρεπε να αποτελέσει εμπόδιο για τη διεξαγωγή ενός σοβαρού δημοκρατικού
διαλόγου για την παραμονή ή όχι στο ευρώ σε κάποια από τις χώρες της Ευρωζώνης
που οδηγήθηκαν σε χρεοκοπία μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης του
2008.
Τώρα, οι επιλογές έχουν στενέψει
αφόρητα. Η οικονομική πολιτική που εφαρμόζει η πολιτική ηγεσία της Ευρωζώνης
δεν λειτουργεί προς όφελος των λαών, αλλά ευνοεί το χρηματοοικονομικό και
τραπεζικό τομέα και τους κερδοσκόπους των κρατικών ομολόγων.
Ο νεοφιλελευθερισμός έχει
ενσωματωθεί πλήρως σε όλες τις λειτουργίες και τους μηχανισμούς της Ε.Ε., ενώ η εταιρική κυριαρχία καθορίζει τις
πολιτικές που χαράζονται σήμερα στο ευρωπαϊκό πολιτικό στερέωμα, με χιλιάδες λομπίστες να έχουν ως μόνιμη
έδρα το Ευρωκοινοβούλιο.
Η πολιτική οικονομία στο ευρωσύστημα έχει κυριολεκτικά περάσει στα
χέρια της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής
ελίτ και των ισχυρών κρατών, με αποτέλεσμα ο διαχωρισμός μεταξύ Βορρά
και Νότου να έχει πλήρως παγιωθεί, δίνοντας έτσι μια νέα διάσταση στο θεώρημα «κέντρο-περιφέρεια», το οποίο αποτέλεσε
το κυρίαρχο ερμηνευτικό πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών
και αποικιών ή εξαρτώμενων χωρών.
Δεδομένης αυτής της κατάστασης, οι πολιτικές και οικονομικές αποτυχίες των
Ευρωπαίων ηγετών σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης δεν πρέπει να εκπλήσσουν,
παρά το γεγονός ότι είναι πράγματι εκπληκτικές.
Οι διαχειριστές
Οι
διασώσεις στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Κύπρο
αποσκοπούσαν στη διάσωση του σημερινού ευρωσυστήματος και όχι στη διάσωση των
οικονομιών των εν λόγω χωρών. Το βύθισμά τους στη φτώχεια, στο χρέος και στην ανεργία είναι το τίμημα
για τη διατήρηση του σημερινού αρχιτεκτονικού οικοδομήματος της Ευρωζώνης. Η
πολιτική της «Νέας Ρώμης» διασφαλίζει την άνιση ανάπτυξη και την αυταρχική
διαδικασία στη λήψη αποφάσεων όσον αφορά τη λειτουργία του ευρωπαϊκού σχεδίου
ολοκλήρωσης.
Οι διασώσεις αντιπροσώπευαν την καλύτερη δυνατή λύση για τη Γερμανία,
τις ευρωπαϊκές τράπεζες και τα θησαυροφυλάκια των χωρών του πυρήνα της
Ευρωζώνης.
Πρώτον, επέτρεψαν τη συνέχιση του
«παιχνιδιού» του ευρώ, καθώς διακυβεύονταν πολλά μεγάλα συμφέροντα και η
διάλυση της Ευρωζώνης θα είχε τρομακτικές συνέπειες.
Δεύτερον, τα δάνεια ήταν
εξασφαλισμένα χάρη στην εφαρμογή ακραίων προγραμμάτων δημοσιονομικής
προσαρμογής και άλλων λεηλατικών πρακτικών. Την ίδια στιγμή, τα μέτρα λιτότητας
διόγκωναν αντί να συρρικνώνουν τις
αναλογίες του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς περιόριζαν την οικονομική
δραστηριότητα και συνεπώς μείωναν τα κρατικά έσοδα, διατηρώντας έτσι τις
«διασωθείσες» χώρες σε ένα φαύλο κύκλο εξάρτησης.
Τέλος, η κρίση προσέφερε στην Ε.Ε.
τη δυνατότητα της επέκτασης του
νεοφιλελεύθερου οράματος με την επιβολή διαρθρωτικών μέτρων στην
οικονομία και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις. Η μεταβίβαση δημόσιου πλούτου, δημόσιας
γης και υποδομών σε ιδιωτικά συμφέροντα είναι καθοριστικής σημασίας για το
ευρωπαϊκό σχέδιο ολοκλήρωσης, όπως έχει τουλάχιστον διαμορφωθεί από την εποχή
της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η
πολιτική οικονομία που εφαρμόζεται στο ευρωσύστημα είναι κοινωνικά αντιδραστική
και υπονομεύει τις προοπτικές της ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας των
χωρών της περιφέρειας. Ενα μεγάλο μέρος
της Ευρωζώνης ήδη έχει μεταμορφωθεί σε οικονομική έρημο, οι άνεργοι
ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια και η φτώχεια επεκτείνεται γεωμετρικά.
Επιπλέον, δεν υπάρχει λόγος αυτή τη
στιγμή να αλλάξει η τρέχουσα ευρωπαϊκή
οικονομική πολιτική, καθώς οι πολίτες δεν φαίνονται διατεθειμένοι να
ανοίξουν το δρόμο για την κοινωνική ανατροπή και οι εθνικοί ηγέτες τους, μαζί
με την τάξη της διανόησης, αδιαφορούν για τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής
κουλτούρας, όπου τα κρίσιμα ζητήματα της εποχής, όπως για παράδειγμα η παραμονή
στο ευρώ, η διαγραφή του χρέους και η κρατικοποίηση των προβληματικών τραπεζών,
θα αντιμετωπίζονται ανοιχτά και δημοκρατικά με τους ίδιους τους πολίτες
ενεργούς και συμμετέχοντες.2
Σε κάποια χρονική στιγμή, η σημερινή δυστοπία της Ε.Ε. θα συναντήσει
αξεπέραστα εμπόδια στην αναπαραγωγή της, αν δεν είναι καθόλου σαφές με
ποιον τρόπο θα λυθούν οι τεράστιες αντιφάσεις που προκαλεί. Το μόνο σίγουρο
είναι ότι δεν θα λυθούν στο Ευρωκοινοβούλιο. Αν και σίγουρα όχι ο καλύτερος και
πιο επιθυμητός τρόπος, αφετηρία εξελίξεων για τη μετάβαση σε μια κοινωνική
Ευρώπη θα μπορούσαν τελικά να αποδειχθούν οι δρόμοι των μεγαλουπόλεων της
περιφέρειας της «Νέας Ρώμης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου