«Δεσμευτικές συμφωνίες», το νέο ευρωπαϊκό φονικό όπλο
[Πηγή: Le Monde Diplomatique,
10/05/2014]
Αξιοποίηση της οικονομικής συνεργασίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης
για να επιταχυνθεί η εκθεμελίωση των εθνικών κοινωνικών πολιτικών. Κι αν το
όνειρο των Βρυξελλών γινόταν πραγματικότητα;
Την ώρα που διαδηλωτές κινητοποιούνταν κατά της συμφωνίας
διατλαντικής εμπορικής συνεργασίας που διαπραγματεύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση με
την Ουάσινγκτον [1], οι Ευρωπαίοι ηγέτες κρατών και κυβερνήσεων, οι οποίοι
συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες στις 19 και 20 Δεκεμβρίου 2013, εξέταζαν τη θέσπιση
ενός νέου εργαλείου: των «συμφωνιών δεσμευτικού χαρακτήρα», οι οποίες θα
υπογράφονται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών. Μόλις τεθούν
σε εφαρμογή, οι συμφωνίες αυτές θα μπορούσαν να εξελιχθούν στο ισχυρότερο όπλο
που είχαν ποτέ στη διάθεσή τους οι ευρωπαϊκοί θεσμοί για να διαλύσουν το
κοινωνικό κράτος στις χώρες-μέλη.
Γνωστά και με το όνομα «εργαλεία σύγκλισης και
ανταγωνιστικότητας», οι δεσμευτικές συμφωνίες στηρίζονται σε μία απλή αρχή: με
αντάλλαγμα χρηματοδοτικές ενισχύσεις, τα ευρωπαϊκά κράτη θα καλούνται να
υπογράφουν συμφωνίες μακροοικονομικών μεταρρυθμίσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι σχετικές δεσμεύσεις θα αφορούν το κοινωνικό, οικονομικό ή και φορολογικό
πεδίο, ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών θεσμών. Έτσι, με
δεδομένες τις σημερινές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορεί κανείς
να φανταστεί άνετα ότι η χορήγηση «χρηματοδοτικών πλεονεκτημάτων» θα μπορούσε
να εξαρτάται από την κατάργηση μέτρων προστασίας της εργασίας, από τη μείωση
των κοινωνικών δαπανών ή από φορολογικά «δώρα» προς τις επιχειρήσεις...
Το τέλος των απλών, μη δεσμευτικών, συστάσεων
Μέχρι σήμερα, τα κοινωνικά, οικονομικά και φορολογικά
θέματα συνεχίζουν να υπόκεινται, σε μεγάλο βαθμό, στον κανόνα της ομοφωνίας των
28 κυβερνήσεων, γεγονός που αφήνει σε κάθε κυβέρνηση περιθώρια ελιγμών. Η
επέμβαση των ευρωπαϊκών θεσμών περιορίζεται συχνά σε απλές, μη δεσμευτικές,
συστάσεις, ενώ η μη εφαρμογή τους συνήθως δεν συνοδεύεται από συνέπειες. Έτσι,
κατά την προετοιμασία της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου,
ο Γιέργκ Άσμουσεν, τότε μέλος του συμβουλίου των διοικητών της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εξέφραζε τη λύπη του που «μόνο το 10% των
συστάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει μέχρι τώρα τεθεί σε εφαρμογή από τα
κράτη-μέλη [4] ».
Επομένως, για τους υποστηρικτές τους, ιδιαίτερα τη γερμανική κυβέρνηση και τους
συμμάχους της, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν προχωρούν ούτε πολύ γρήγορα
ούτε πολύ ριζικά: πρέπει να περάσουμε στην επόμενη ταχύτητα.
Οι «διευθετήσεις» μοιάζουν να εμπνέονται άμεσα από τα
δάνεια με προϋποθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τα οποία επέτρεψαν να
επιβληθεί σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες το άνοιγμα της οικονομίας τους. Η
μέθοδος έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από την «τρόικα», στο πλαίσιο της «βοήθειας»
προς τις χώρες που βρέθηκαν σε αδιέξοδο: στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην
Πορτογαλία επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, σημαντικά προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων.
Επομένως, δίνεται η δυνατότητα να επεκταθούν τα «οφέλη» μιας τέτοιας
στρατηγικής σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, ακόμη κι όταν δεν βρίσκεται σε κρίση.
Μάλιστα, σε κάποια φάση, η Κομισιόν είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να επιβληθεί η
χρήση του νέου εργαλείου της στο σύνολο της ευρωζώνης...
Μένει να συμφωνηθούν τα «χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα» που
πρόκειται να προσφέρονται ως αντάλλαγμα προς τις χώρες-μέλη. Κατά τη σύνοδο
κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατέληξαν σε
συμφωνία για το συγκεκριμένο ζήτημα. Στην αρχή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε
προτείνει τη δημιουργία ενός ταμείου από νέες συνεισφορές των κρατών-μελών ή
από τα έσοδα μελλοντικών ευρωπαϊκών φόρων, ιδιαίτερα από τον φόρο επί των
χρηματιστηριακών συναλλαγών. Δηλαδή, να φορολογηθούν οι χρηματιστικές αγορές
για να φιλελευθεροποιηθεί η οικονομία: η ιδέα δεν στερείται τόλμης...
Όμως, ένα εσωτερικό έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που
διέρρευσε λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής [5]δείχνει ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται πια να
επεξεργάζονται ένα διαφορετικό σενάριο: ευρωπαϊκά δάνεια με ευνοϊκό επιτόκιο,
δηλαδή μια πρώτη εφαρμογή του μηχανισμού αμοιβαιοποίησης των εθνικών δημοσίων
χρεών, ο οποίος αποτελεί απαίτηση των πιο ευάλωτων χωρών από την αρχή της
κρίσης. Η έκδοση ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους θα έδινε στις ασθενέστερες χώρες τη
δυνατότητα να δανειστούν με τα (χαμηλότερα) επιτόκια που απολαμβάνουν οι πιο
ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έντονος σκεπτικισμός σε ορισμένα κράτη-μέλη
Μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον ισχυρό μοχλό πίεσης που ο
μηχανισμός αυτός θα προσέφερε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για τις ευάλωτες χώρες,
η επιλογή θα ήταν η εξής: είτε να προχωρήσουν στις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε να παραιτηθούν από πολύτιμους χρηματικούς πόρους. Στα
μάτια των Ιταλών ή των Ισπανών ηγετών, οι οποίοι δανείζονται με επιτόκια
περίπου 2% υψηλότερα από ό,τι η Γερμανία, η πρόσβαση στα ευρωπαϊκά δάνεια θα
μεταφραζόταν σε σημαντική εξοικονόμηση πόρων, κάτι που θα έφερνε την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή σε θέση ισχύος για να επιβάλλει τις απόψεις της. Ενώ η αμοιβαιοποίηση
του δημόσιου χρέους προοριζόταν να δώσει οξυγόνο στα πιο ευάλωτα κράτη, οι
δεσμευτικές συμφωνίες απειλούν να μετατρέψουν τα ευρωπαϊκά δάνεια σε ένα νέο
μέσο καθυπόταξης των εθνικών κυβερνήσεων.
Κατά συνέπεια, το νέο αυτό οπλοστάσιο, που θα συνδέεται
με σημαντικούς χρηματικούς πόρους, θα μπορούσε να απειλήσει τους εθνικούς
μηχανισμούς αλληλεγγύης ακόμη περισσότερο και από το ίδιο το Δημοσιονομικό
Σύμφωνο. Το σύμφωνο αυτό, παρ’ ότι αποτελεί πραγματική μέγγενη, αφήνει,
τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, τα κράτη-μέλη να αποφασίσουν ποια μέσα θα
χρησιμοποιήσουν για να διαγράψουν τη δημοσιονομική πορεία που απαιτείται.
Αντίθετα, οι δεσμευτικές συμφωνίες θα επέτρεπαν στην Κομισιόν να ασκεί
πρωτοφανή πίεση στα απείθαρχα κράτη.
Η ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου
έκλεισε με μια συμφωνία επί της αρχής. Η απόφαση για τις υπόλοιπες πτυχές του
ζητήματος μετατέθηκε για τις επόμενες συναντήσεις, με τον πρόεδρο του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποβάλλει, τον Οκτώβριο
του 2014, έκθεση για το συγκεκριμένο θέμα. Με την υποστήριξη του προέδρου του
Συμβουλίου, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υποσχέθηκε να παρακολουθεί
την πρόοδο του εγχειρήματος «χιλιοστό προς χιλιοστό [6]».
Η πρόταση έχει προκαλέσει ισχυρό σκεπτικισμό σε ορισμένα
ευρωπαϊκά κράτη, ακόμη και σε παραδοσιακούς συμμάχους της Γερμανίας, ενώ στους
κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου οι αντιστάσεις παραμένουν ισχυρές. Επομένως,
μια ακόμη και μέτρια κοινωνική κινητοποίηση θα έβρισκε εσωτερικούς αποδέκτες
για να εμποδιστεί η έγκριση του εγχειρήματος (ή, τουλάχιστον, για να
απαλειφθούν οι πιο προβληματικές πτυχές του). Έτσι, η εκστρατεία για τις
ευρωεκλογές προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία δράσης στην ευρωπαϊκή Αριστερά, η
οποία, αντιδρώντας πολύ συχνά εκ των υστέρων, συσσωρεύει ήττες από την εκδήλωση
της κρίσης, το 2007.
Notes
[1] Βλ. Serge Halimi, «Μια διατλαντική παγίδα».
[2] Προπαρασκευαστική σύνοδος για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,
13 και 14 Δεκεμβρίου 2013.
[3] Ian Wishart, «EU economic contracts would
stroke protests, lawmakers say», Bloomberg, 11 Δεκεμβρίου 2013.
[4] Peter Muller, Christoph Pauly, Christian
Reiermann, Michael Sauga και Christoph Schult, «European
reform : Merkel’s surprising new ally in Brussels», Der Spiegel
Online, 28 Οκτωβρίου 2013.
[5] Luke Baker, «Euro
zone mulls cheap loans as incentive for economic reforms», Reuters, 22
Νοεμβρίου 2013.
[6] Ian Wishart, «EU
leaders delay deal on incentives for economic reforms», Bloomberg, 19
Δεκεμβρίου 2013.
[Σημ. PARTISAN.GR: Δείτε εδώ και σχετικό παλαιότερο άρθρο του οικονομολόγου Λεωνίδα Βατικιώτη ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου