Σελίδες

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Οι περιστάσεις απαιτούν ανένδοτο κοινωνικό και πολιτικό αγώνα

Οι περιστάσεις απαιτούν ανένδοτο κοινωνικό και πολιτικό αγώνα
Είναι επικίνδυνη η ιδιώτευση της νεολαίας για την οποία ευθύνονται το life style και ο εθνομηδενισμός
Συνέντευξη της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη, ψυχολόγου, υποψηφίας Ευρωβουλευτού ΑΝ.ΕΛ.-Πυρίκαυστος Ελλάδα, στο vmedia
-           Κ. Σαρηγιαννίδη, είστε νέα και δοκιμάζετε για πρώτη φορά τις ικανότητές σας στην πολιτική. Ωστόσο, η νεολαία φαίνεται συχνά επιφυλακτική και δύσπιστη στα μεγάλα λόγια των πολιτικών. Σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις, θα υπάρξει μάλλον ένα μεγάλο ποσοστό αποχής από τις ευρωεκλογές στους ψηφοφόρους των νεότερων ηλικιών. Εσείς πιστεύετε ότι απευθύνεστε σε έναν νεολαιίστικο κοινό ή γενικότερα σε ένα πατριωτικά ευαισθητοποιημένο δημοκρατικό κόσμο;
Καταρχάς, κ. Αναγνώστου από στατιστικής άποψης έχετε μάλλον δίκιο όσον αφορά τη στάση των νέων απέναντι στην πολιτική. Εντούτοις θα μου επιτρέψετε να διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις ως προς το νόημα που αποδίδεται συνήθως σε αυτό που αποκαλείται «αδιαφορία των νέων για την πολιτική». Ναι, η νεολαία έχει δίκιο όταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δείχνει την απογοήτευσή της ή και τη δυσπιστία της προς το πολιτικό σύστημα. Κατά μείζονα λόγο, όταν αμφιβάλλει για το σημερινό ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα και για τη δυνατότητα της σημερινής Ε.Ε. να λειτουργήσει με δημοκρατικό τρόπο και να ανταποκριθεί στα αιτήματα και τις προσδοκίες της ελληνικής νεολαίας που χωρίς να πολυκαταλάβει πώς και γιατί αισθάνεται ότι αποτελεί το πρώτο θύμα της σημερινής κρίσης και το πειραματόζωο της γερμανοκρατούμενης Ε.Ε.
Αυτή η φωνή διαμαρτυρίας της ελληνικής νεολαίας δεν μπορεί όμως να θεωρείται ότι εκφράζεται απλώς από την αποχή: η αποχή δεν ενοχλεί κανέναν από εκείνους που λαμβάνουν αποφάσεις εκτός κάθε κοινωνικού, δημοκρατικού ελέγχου. Εύκολα μια τέτοια στάση μπορεί να γλιστρήσει προς την ιδιώτευση και την αποπολιτικοποίηση. Ακόμα πιο επικίνδυνη είναι κατά τη γνώμη μου η ελιτίστικη απαξίωση της λαϊκής ψήφου των τμημάτων εκείνων της νεολαίας που επέλεξε να υποστηρίξει το νεοφασιστικό κόμμα της Χ.Α. Αντί να κάνουμε μια αυτοκριτική σχετικά με τις πολιτικές επιλογές της δημοκρατικής αριστεράς που τόσα χρόνια καλλιέργησε τον εθνομηδενισμό και απαξίωσε ως αντιδραστική την έννοια της πατρίδας και της εθνικής ταυτότητας του ελληνικού λαού, καταδικάζουμε τα ορατά αποτελέσματα αυτής ακριβώς της πολιτικής μυωπίας που κατάληξε μοιραία στη συγκυριακή έστω ενίσχυση της Χ.Α.

Από αυτήν την άποψη, μια καταχρηστική χρήση του όρου νεολαία που θα επιχειρούσε να αναδείξει τις κυρίαρχες τάσεις της αποπολιτικοποίησης, της αδιαφορίας ή της συντηρητικοποίησης των νέων ως περίπου συνώνυμες είτε με την πολιτική ωριμότητα, είτε για άλλους με την ανωριμότητα των νέων θα ήταν απλώς δημαγωγική. Υπάρχει όντως μια τέτοια υποκριτική νεολαγνεία στα όρια του ηλικιακού ρατσισμού που άλλοτε στιγματίζει και άλλοτε εξιδανικεύει με εξίσου ανόητο τρόπο τα συμπτώματα της σταδιακής πολιτικής περιθωριοποίησης των νέων. Συχνά, αυτή η δημαγωγική νεολαγνεία εμφανίζει πολλές από τις στερεότυπες ιδέες που υποτίθεται ότι έχουν οι νέοι γενικώς για τον εαυτό τους και για το ρόλο τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή, ως ενδείξεις είτε πολιτικού ριζοσπαστισμού και ιδεαλισμού, είτε αντίθετα πολιτικής αδιαφορίας και άγνοιας. Θα ήταν καλύτερα αν είμαστε λίγο πιο επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιες γενικεύσεις. Η νεολαία είναι μια ηλικιακή, μεταβατική κατηγορία του πληθυσμού, όχι μια κοινωνιολογικά προσδιορισμένη ομάδα πολιτών. Και, παρά το lifestyle και τις ιδεολογίες περί νεολαίας που εν μέρει ενοποιούν πολιτισμικά τις συμπεριφορές και τις προσδοκίες της, η νεολαία δεν αποτελεί αναγκαστικά κάτι το πολιτικά πιο συγκροτημένο, ούτε πιο προοδευτικό, ούτε πιο αντιδραστικό από ότι οι άλλες ηλικιακές κατηγορίες. Οι μεγαλύτερης ηλικίας πολίτες δεν είναι αυτομάτως φορείς πολιτικών ιδεών και στάσεων πιο συντηρητικών από ότι η νεολαία. Συχνά παρατηρούμε μάλιστα να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η παράδοση δεν είναι μια στατική έννοια που συγκρούεται πάντα με την πρόοδο ή με την επιθυμία της αλλαγής. Ίσως μάλιστα η σχέση της πολιτικής υπερηφάνειας των πολιτών των προηγούμενων γενεών με τον ενθουσιασμό και τη βούληση των νέων να μη ζήσουν σα δούλοι να αποτελεί σήμερα την καλύτερη πιθανή σύνδεση της αντιστασιακής λαϊκής παράδοσης της ελληνικής κοινωνίας με τη θέληση να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο. Θέλω να πω ότι ο κόσμος δε χωρίζεται σε νέους και σε γέρους παρά για όσους επιχειρούν να αποκρύψουν τις πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των κοινωνικών ομάδων.
-          Θεωρείτε ότι η ελληνική κοινωνία με τη βαθύτατη κρίση που βιώνει έχει φτάσει στα όρια των αντοχών της; Ότι όλες οι επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις ευρωπαϊκές ή εθνικές θα είναι ίσως πιο κρίσιμες για τη χώρα και τον ελληνικό λαό από όλες όσες έχει βιώσει στο παρελθόν τουλάχιστον από την μεταπολίτευση και ύστερα;
Δύσκολη ερώτηση! Συχνά ακούγεται ότι οι τροïκανοί και οι ελληνόφωνοι κολαούζοι τους των κομμάτων, των μνημονίων και των θεσμικών μηχανισμών του πολιτικά κατεχόμενου ελληνικού κράτους έχουν φέρει τον ελληνικό λαό στο όριο των αντοχών του. Ποιος όμως μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς αυτό το όριο; Με ποια κριτήρια; Μήπως τα αμιγώς οικονομικά; Δεν είμαι σίγουρη. Παρά τις 6.000 αυτοκτονίες και τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια, από κοινωνιο-οικονομικής άποψης το όριο αυτό δεν είναι κοινό σε όλες τις ομάδες του πληθυσμού. Υπάρχουν λόγου χάρη πολλοί που μπορούν ακόμα να ψωνίσουν (και ευτυχώς!), που πάνε που και που σε καμιά ταβέρνα, σε ένα σινεμά, σε ένα καφέ. Που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν, για λίγες έστω μέρες, διακοπές. Τα μπαράκια της μόδας όπου συχνάζουν οι νέοι είναι συνήθως γεμάτα κόσμο. Θέλω να πω ότι η οικονομική εξαθλίωση είναι ακόμα επιλεκτική και αυτό φαίνεται ότι αποτελεί μια πολιτική επιλογή που επιτρέπει την αποδιοργάνωση των ευρύτερων μετώπων της λαϊκής δυσαρέσκειας. Αντίθετα, η πολιτική μας εξαθλίωση έχει προ πολλού υπερβεί κάθε όριο.
Η χώρα αποτελεί μια αποικία χρέους που έχει χάσει την εθνική της ανεξαρτησία και την πολιτική της αξιοπρέπεια. Οι πολίτες που συχνά παραμιλάνε από τα δυσβάσταχτα οικονομικά βάρη, έχουν φτάσει στο σημείο να περιφρονούν και να μισούν τον τόπο όπου γεννήθηκαν και όλη του την ιστορία. Όμως το πρόβλημα αυτό φαίνεται σε πολλούς σχεδόν σαν δευτερεύον και ιδεολογικό, σε σχέση με το πρωτεύον που υποτίθεται ότι είναι η οικονομική κρίση και η φτωχοποίηση.
Δυστυχώς ένα μεγάλο τμήμα της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης επέλεξε να στριμωχτεί σε αυτήν την άβολη ιεράρχηση μεταξύ του δήθεν πρωτεύοντος και πρακτικού, οικονομικού σκέλους της εξαθλίωσης και του υποτίθεται δευτερεύοντος ή ιδεολογικού, δηλαδή του πραγματικά πολιτικού σκέλους της υποτέλειας. Η αντιπολίτευση άφησε έτσι την πολιτική προϋπόθεση της οικονομικής βελτίωσης των συνθηκών της ζωής του ελληνικού λαού σχεδόν στα αζήτητα. Σαν να ήταν ένα θέμα που απασχολεί μόνον τη λαϊκή δεξιά, αλλά όχι την λαϊκή αριστερά, που ως όρος έχει πάψει να υφίσταται. Σαν η λαϊκότητα να έχει πάψει να συμβαδίζει με τα ιδεώδη της αριστεράς. Οι εθνομηδενιστικές ιδεολογίες βοήθησαν βέβαια πολύ σε αυτήν την απολίτικη ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του αντιμνημονιακού και εθνοαπελευτερωτικού αγώνα που βρίσκεται μπροστά μας. Από εκεί και ύστερα αρχίζει η επανάληψη των ίδιων προτάσεων, των ίδιων λέξεων, των ίδιων υποσχέσεων, κάθε φορά λίγο προς το χειρότερο. Απολογισμοί του παρελθόντος, συλλογικές ενοχοποιήσεις του τύπου «μαζί τα φάγαμε», αστείες υποσχέσεις περί του μέλλοντος μιας κοινωνίας που έβραζε ήδη τόσο πολύ στο ζουμί της, ώστε το ίδιο το ζουμί της μοιάζει πια να εξατμίζεται, να γίνεται συζήτηση περί πολιτικής μαγειρικής στα κανάλια της χειραγώγησης μιας κοινής γνώμης, που συχνά δεν έχει τίποτα το κοινό πέρα από το αίσθημα της κοινής απόγνωσης και της κοινής βαρεμάρας. Η πολιτική εξαθλίωση, η αποπολιτικοποίηση, η ανάδυση του δουλικού φρονήματος των Ελλήνων αποικιοκρατούμενων που αποδέχονται σχεδόν τα πάντα από τον «Γερμανό τους», είτε για να τιμωρηθούν «όπως τους αξίζει», είτε για να εκσυγχρονιστούν, επίσης όπως τους αξίζει είναι η πραγματικά κοινή εμπειρία όλων μας. Είναι αυτό που φαίνεται καλύτερα μοιρασμένο: η αίσθηση μιας συλλογικής πολιτικής κατάντιας. Και ναι, αυτή η φάση είναι ίσως ιστορικά η πιο κρίσιμη που περνάμε ως λαός ως προς την επιβίωσή μας.
-          Στις ευρωεκλογές της ερχόμενης Κυριακής υπάρχει μια έντονη τάση εσωτερικής πολιτικοποίησης της αναμέτρησης γύρω από τους άξονες «σταθερότητα ή αλλαγή πολιτικής πλεύσης με άγνωστες συνέπειες». Ποιες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες θεωρείτε ότι συμβαδίζουν με τα προτάγματα της Πυρίκαστου Ελλάδας και δικαιολογούν πολιτικά της συμπόρευσή της με το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων;
Αν και έχω κουραστεί από τη μηνυματολογία των ημερών, αφού τα πάντα ήδη από τις δημοτικές εκλογές προσλαμβάνονται ως μηνύματα που οι εκλογείς απευθύνουν στα κόμματα και στις ηγεσίες τους, θα έλεγα ότι σταχυολογώντας μεταξύ όλων αυτών των μηνυμάτων, είναι αρκετά σαφής η πρόθεση του ελληνικού λαού να απαλλαγεί από τις κυβερνήσεις των μνημονίων ενισχύοντας λίγο ως πολύ τις παρατάξεις που είναι ή δηλώνουν αντιμνημονιακές. Οι υποσχέσεις της κυβέρνησης Σαμαρά δεν πιάνουν τόπο και τα επιτελεία του Πασόκ, της Ελιάς ακόμα και εκείνο του Ποταμιού που προσπαθεί αδέξια να την ποτίσει, βρίσκονται σε απόλυτη αμηχανία σχετικά με τη στάση που θα πρέπει να κρατήσουν στο μέλλον.
Προφανώς δεν είμαι εγώ που θα ορίσω τις πολιτικές προτεραιότητες της Πυρίκαυστου Ελλάδας ή κατά μείζονα λόγο, των Ανεξάρτητων Ελλήνων σχετικά με τα ζητήματα των συμμαχιών. Ο δικός μου στόχος είναι να βοηθήσω στην ανάδειξη ενός ανοιχτού δημοκρατικού μετώπου ικανού να συνδέσει τα οικονομικά αιτήματα της σεισάχθειας των χρεών που πνίγουν την ελληνική κοινωνία και εμποδίζουν την παραγωγική της ανασυγκρότηση με την προϋπόθεση όλων αυτών, που τελικά δεν είναι άλλη παρά η άμεση ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας. Η σημερινή μας συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛ., που ελπίζω ότι θα ενισχυθεί στο μέλλον, θα πρέπει νομίζω να υποστηρίξει όλες τις αντιμνημονιακές δυνάμεις του δημοκρατικού κόσμου, παντού όπου έρχονται σε σύγκρουση με τους πολιτικούς εκπροσώπους του μνημονιακού καθεστώτος. Νομίζω ότι με κανένα τρόπο δε θα έπρεπε να εμφανιστούμε ως διασπαστές της αντιμνημονιακής λαϊκής ελπίδας, όποιες κι αν είναι οι αντιρρήσεις μας σε επιμέρους ασάφειες του πολιτικού προγράμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό που απαιτούν οι περιστάσεις είναι ένας μακρύς ανένδοτος κοινωνικός και πολιτικός αγώνας για τη βελτίωση της ζωής μας και την ανάκτηση της πολιτικής μας αξιοπρέπειας. Ή θα τον δώσουμε ή θα πάψουμε να υπάρχουμε ως λαός και θα ζήσουμε σαν εξατομικευμένη μάζα απαχολήσιμων δούλων που θα επιθυμούν βέβαια να δραπετεύσουν από την αθλιότητα, αλλά δεν θα ξέρουν πώς. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα, ιδίως για τις νεότερες γενιές. Είναι ένα στοίχημα που θα πρέπει να κερδίσουμε πέρα από τις ιδεοληψίες της δεξιάς και της αριστεράς.
-          Η συμπόρευση της Πυρίκαυστου Ελλάδας με τη λαϊκή δεξιά μπορεί ίσως να ερμηνευθεί από μερικούς και σαν μια ένδειξη ιδεολογικού τυχοδιωκτισμού και λαϊκισμού από την πλευρά του κ. Ζουράρι που είναι ο Επίτιμος Πρόεδρος της Πυρικαύστου Ελλάδας. Κάποιοι ισχυρίζονται μάλιστα ότι έχετε διακόψει τις ιδεολογικές σας συγγένειες με την αριστερά και τις δικές της πολιτικές και ηθικές αξίες για να συνεργαστείτε με ένα κόμμα σαν τους ΑΝΕΛ που αν και αντιμνημονιακό, προέρχεται από την σκληροπυρηνική δεξιά και την αστική παράδοση του ελληνικού κοινοβουλευτικού χώρου. Τι θα απαντούσατε σε αυτές τις κριτικές φωνές; Ποιες πολιτικές συμμαχίες θα μπορούσε να επιτρέψει ο σημερινός προσανατολισμός της Πυρίκαυστου Ελλάδας;
Αν όπως λέγεται συχνά η χώρα και οι κάτοικοι της έγιναν το ευρωπαϊκό πειραματόζωο του ασύδοτου καπιταλισμού, είναι ίσως καιρός να αναρωτηθούμε: ποια συλλογικότητα και υπό ποια κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ιδιότητα θα μπορούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στην επέλαση του νεοφιλελεύθερου διεθνοποιημένου καπιταλισμού; Εκείνη μήπως του αθροίσματος των ευκαιριακά απασχολήσιμων εργαζόμενων; Εκείνη του στατιστικά καταμετρήσιμου, μονίμως μεταναστεύοντος εργατικού δυναμικού που ψάχνει τρόπο αν επιβιώσει από τόπο σε τόπο; Εκείνη του εξατομικευμένου πληβείου που αντιμετωπίζεται σαν ανθρώπινο πλεόνασμα ενώ του αποδίδεται ιδεολογικά το δικαίωμα να έχει προσδοκίες μαζί με το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι έχει ανθρώπινα δικαιώματα; Εκείνη όσων ζητούν απεγνωσμένα εργασία ανάλογη υποτίθεται με τα πραγματικά ή φανταστικά τυπικά προσόντα τους, αλλά τελικά βολεύονται αναγκαστικά με ό,τι βρουν- με τους αρχιτέκτονες που πουλάνε σουβλάκια και τους ναυπηγούς που δουλεύουν σαν γκαρσόνια το καλοκαίρι; Εκείνη των δημοσίων ή ιδιωτικών υπαλλήλων που ζουν με το άγχος της διαθεσιμότητας ή της απόλυσης; Εκείνη των πωλητών των εμπορικών καταστημάτων που είναι έτοιμα να βάλουν λουκέτο; Εκείνη των μικρομεσαίων στελεχών των διαφόρων επιχειρήσεων με το αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον; Εκείνη των αυτοαπασχολούμενων ελεύθερων επαγγελματιών που πιέζονται να τα παρατήσουν και να γίνουν υπάλληλοι σε κάποιο μεγάλο γραφείο παροχής υπηρεσιών; Εκείνη των επίδοξων καταναλωτών που έχουν ακόμα κάποια δουλειά και που ευελπιστούν σε μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου και σε καλύτερες αμοιβές για να ζουν κάπως καλύτερα; Ποια είναι τελικά σήμερα η κοινή πολιτική συνείδηση της συλλογικότητας που καλείται «εργατικής τάξη», με τον ιστορικό και πολιτικό ρόλο της οποίας κάποιοι μοιάζουν να έχουν μια παράδοξη εμμονή; Επειδή δεν ζούμε πια στις βιομηχανίες του 19ου και 20ου αιώνα αναρωτιέμαι: μέσα στις σημερινές συνθήκες της εξατομίκευσης και της προσωρινότητας ποιες κοινές συνειδήσεις πολιτικών στόχων και κοινωνικών συμφερόντων μπορούν να διαμορφώσουν όλες αυτές οι κατηγορίες των εν δυνάμει εργαζομένων και των εν δυνάμει καταναλωτών για να συγκροτηθούν  σαν πολιτικό υποκείμενο; Νομίζω ότι δυστυχώς στο θεωρητικό όνομα της εργατικής τάξης και των δικών της ιστορικών συμφερόντων απαξιώθηκε ο λαϊκός και πολιτικός χαρακτήρας της αριστεράς. Τα πρώην αριστερά κόμματα περιχαρακώθηκαν σε μια ανούσια ηθικολογία, σε μια ριζοσπαστικά οικουμενική και αντιπατριωτική φιλολογία, διανθισμένη από τα ιδεολογήματα των ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Όλα τα παραπάνω διέσπασαν πολιτικά τον λαό και τις ζώσες δυνάμεις του και απέκλεισαν σχεδόν όλες τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Με οργανώσεις και με δυνάμεις αντίπαλες μεν του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, αλλά μάλλον απρόθυμες να αναγνωρίσουν την ηγεμονία των παραδοσιακών κομμάτων της εργατικής τάξης. Στην αποικιοκρατούμενη χώρα μας άφησαν το ελληνικό πειραματόζωο διασπασμένο να ακούει τους πολιτικούς εκπροσώπους του να φλυαρούν περί της ταξικής σύγκρουσης ή περί των κοινωνικών ανισοτήτων, την στιγμή ακριβώς που φαινόντουσαν εντελώς ανίκανοι να αντιδράσουν στο όργιο της λεηλασίας που του επέβαλαν οι τράπεζες και οι βορειοευρωπαίοι «εταίροι» του.
Αν όμως βγούμε από την μυθολογία που επικαλούνται οι διάφορες κομματικές γραφειοκρατίες και οι διάφοροι αστείοι τύποι που εμφανίζονται στην πολιτική πιάτσα περίπου σαν οι μετεμψυχώσεις του Μαρξ, του Λένιν ή του Γκουεβάρα θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα περί της πολιτικής συλλογικότητας που θα ήταν ικανή να αντισταθεί στον ασύδοτο, διεθνοποιημένο καπιταλισμό: ναι, όλες αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες που προαναφέραμε και άλλοι πολλοί πολιτικά ενεργοί πολίτες, που όλοι μαζί συγκροτούν τον λαό που επιθυμεί να είναι πράγματι κυρίαρχος στον τόπο του, αποτελούν σήμερα τη μόνη πολιτική συλλογικότητα που μπορεί ίσως να αντισταθεί στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα.  Όλες οι παραπάνω κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες, όπως ενεργοποιούνται και παίρνουν πολιτική πνοή από τον λαϊκό, εθνικό τους χαρακτήρα, από την ιστορική λαϊκή τους μνήμη, από τις λαϊκές τους κουλτούρες και γίνονται μια δραστήρια κοινωνική πλειοψηφία: η πλειοψηφία του λαϊκού κόσμου της εργασίας. Αυτός ο κόσμος είναι ένα ενεργό συλλογικό υποκείμενο που διεκδικεί τα ιστορικά κεκτημένα του, το δικαίωμα στην πλήρη απασχόληση στον τόπο που γεννήθηκε καθώς και έναν καλύτερο κόσμο γι αυτόν και για τα παιδιά του. Αυτός ο λαϊκός κόσμος της εργασίας είχε και έχει ακόμα ευτυχώς εθνική ταυτότητα. Γι’ αυτό ακριβώς είναι ικανός να απαιτήσει τη δημοκρατία όχι στον αέρα των διαδικτύων όπου εκφράζεται και εκτονώνεται ο κάθε ιδιώτης, ούτε στο άστατο χάος των διεθνοποιημένων αγορών, αλλά στο έδαφος επί του οποίου ζουν και εργάζονται οι πραγματικοί άνθρωποι. Στο έδαφος που αποκαλείται λόγου χάρη «Ελλάδα» και όχι χώρος ή οικόπεδο με κάποιο αριθμό επί του παγκόσμιου χάρτη. Που υπάρχει σαν χώρα που οι άνθρωποι νιώθουν σαν κοινή πατρίδα τους. Παντού δηλαδή όπου η ιστορία και ο πολιτισμός έχουν δημιουργήσει στους συγκεκριμένους πολίτες το συναίσθημα μιας συγκεκριμένης πολιτικής κοινότητας υπάρχουν λαοί και έθνη με κοινές παραδόσεις και μνήμες. Οι άνθρωποι αυτοί ως λαός, ως κόσμος της εργασίας προσπαθούν συχνά να πάρουν το έλεγχο του κράτους, να αποκτήσουν πολιτική ισχύ σε βάρος και ενάντια στους οικονομικά ισχυρούς που συνήθως μονοπωλούν την κρατική εξουσία. Αυτή η προσπάθεια είναι συνυφασμένη με τους λαϊκούς αγώνες για τη δημοκρατία.
Τώρα, αν αυτή η απάντηση θεωρηθεί από μερικούς κάπως αφελής και λαϊκίστικη, δε με πειράζει. Αν χρειάζεται, ας είμαστε και λαϊκιστές. Ίσως για όσο καιρό είμαστε ένα υπό διάλυση εθνικό και κοινωνικό πειραματόζωο δε θα πρέπει να διστάζουμε να συμμαχήσουμε με άλλους λαϊκιστές έστω κι αν εκπροσωπούν κάποια μερίδα των αστικών κοινωνικών συμφερόντων που έχουν πληγεί από τον καπιταλισμό και από τις τράπεζες. Δεν θα πρέπει να διστάζουμε να συγκρουστούμε πολιτικά με εκείνη τη δήθεν αριστερά που τόσα χρόνια αποδομεί με πάθος την έννοια του έθνους και του λαού, ούτε με το ακροδεξιό σκιάχτρο που χρησιμοποιείται από το καθεστώς ως παράδειγμα προς αποφυγή σχετικά με το έντεχνα παραπλανητικό ερώτημα «πού μπορεί να οδηγήσει ο λαϊκισμός»; Πιστεύω επίσης ότι εκείνοι που διχάζουν αυτόν τον απελπισμένο λαό εξαπολύοντας ύβρεις κατά του εκλογικού σώματος που υποστηρίζει τους αντίπαλους αντιμνημονιακούς υποψηφίους-λόγου χάρη εκείνοι οι αμετανόητοι φασίστες που αποκαλούν απαξιωτικά «κομμούνια» τους ψηφοφόρους τους ΣΥΡΙΖΑ ή του ΚΚΕ, αλλά και εκείνοι οι δογματικοί της αριστεράς που με τεράστια ευκολία και εξίσου απαξιωτικά αποκαλούν όλους τους απελπισμένους ανθρώπους που ψήφισαν την Χ.Α. «ναζιστές», θα είναι όλοι τους ιστορικά υπεύθυνοι για τις τρομερές συνέπειες του πολιτικού διχασμού των αντιμνημονιακών, λαικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.
-          Μιλήσατε πριν για την πλήρη απασχόληση ως μέσο ανόρθωσης των λαϊκών εισοδημάτων και ως τρόπο να ανακοπεί το σημερινό μεταναστευτικό ρεύμα της ελληνικής νεολαίας προς τις βιομηχανικά εξελιγμένες χώρες της Ευρώπης ή προς την Αυστραλία και τις ΗΠΑ. Με ποιο τρόπο φαντάζεσθε ότι ένας τέτοιος φιλόδοξος στόχος θα μπορούσε να γίνει εφικτός στη σημερινή Ελλάδα και σε άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου;
Εγώ αγαπητέ Μενέλαε δεν είμαι οικονομολόγος. Όμως νομίζω ότι μαγικές λύσεις διεξόδου από τη σημερινή κρίση δεν υπάρχουν. Ως κοινωνία βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το πιο απάνθρωπο και απεχθές πρόσωπο του διεθνούς τραπεζιτικού συστήματος και του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Γιατί λοιπόν θα ήταν κακό να επιθυμούμε, ακόμα και να νοσταλγούμε ως δημοκράτες ή ως προοδευτικοί, ίσως δε και ως αριστεροί, το παλαιότερο πολύ πιο ανθρώπινο ας πούμε πρόσωπό του; Ίσως το μόνο ορατό πραγματικό φως που βλέπουμε σήμερα στο τούνελ όπου μας έβαλαν να μην είναι μπροστά αλλά πίσω μας. Ίσως η μόνη δυνατή πρόοδος να απαιτεί σήμερα μια απόλυτη μεταβολή στον τυφλό προσανατολισμό μας προς τα μπροστά. Ξέρουμε λόγου χάρη ότι έχοντας παρασιτοποιηθεί παραγωγικά κατά το διάστημα των τελευταίων 30, 40 ετών, ζούσαμε καταναλώνοντας σε μεγάλο βαθμό με δανεικά. Το γνωστό κρατικοδίαιτο σύστημα απασχόλησης στην Ελλάδα περιόριζε μεν την ανεργία, αλλά φάνηκε αντιπαραγωγικό. Αντίθετα, το ιδιωτικό σύστημα απασχόλησης, χωρίς κανένα μέτρο προστασίας ούτε της εγχώριας παραγωγής ούτε της εργασίας, οδηγεί μαθηματικά στην υποαπασχόληση και στην κινεζοποίηση των αμοιβών καθώς και στη συχνή αντικατάσταση των Ελλήνων εργαζομένων από εξαθλιωμένους μετανάστες που αποδέχονται πιο εύκολα τη συρρίκνωση των μισθών τους. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πάει πακέτο με τις ιδέες του ανόθευτου ανταγωνισμού. Είναι λοιπόν ευθύνη του εθνικού κράτους ή έστω της ομοσπονδίας κάποιων εθνικών κρατών να νοθεύσουν αυτόν τον ανταγωνισμό και να δημιουργήσουν εστίες προστασίας της εγχώριας παραγωγής, των εισοδημάτων και της απασχόλησης. Δεν απαγορεύεται να πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί ένα εντελώς διαφορετικής λογικής χρηματοπιστωτικό συνεταιριστικό σύστημα ικανό να δικτυωθεί σε όλη την Ευρώπη. Δεν απαγορεύεται να θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρχουν πραγματικά παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις. Τελικά είναι θέμα πολιτικής βούλησης να περιοριστεί η ασυδοσία των αγορών και να ενισχυθεί ο δυναμισμός μιας εγχώριας επιχειρηματικότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου