Το όνειδος του νομοσχεδίου περί αιγιαλού
του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου
[Πηγή: RAMNOUSIA,
04/05/2014]
Το αποτρόπαιο
νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών,
που προωθείται για ψήφιση από τον μη εκλεγμένο Υπουργό Οικονομικών Κο
Στουρνάρα, μοιάζει σαν ένα σχέδιο οριστικής και αμετάκλητης καταστροφής της
χώρας, επινοημένο από κάποιον που έχει πάρει απόφαση να εξαφανίσει από τον
χάρτη την Ελλάδα ως φυσική καλλονή και να ματαιώσει οποιαδήποτε πιθανότητα έχει
αυτή η χώρα να αναπτύξει τον τουρισμό προς όφελος της.
Το νομοσχέδιο-εξάμβλωμα, που προς τιμή της μέχρι
την στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο μόνο η Κα Φωτεινή Πιπιλή έχει δηλώσει ότι
θα αρνηθεί να υπογράψει, επιτρέπει με μια απλή άδεια στον οποιονδήποτε να
μπαζώσει και να τσιμεντώσει οποιαδήποτε παραλία, νομιμοποιεί τις κάθε λογής
αυθαίρετες κατασκευές που ήδη βιάζουν το τοπίο και επί της ουσίας, με την άδεια
του νομοθέτη, δίνεται το ελεύθερο για περαιτέρω επέκταση του φαινομένου της
άναρχης δόμησης, παρέχοντας το δικαίωμα σε ξενοδόχους και ιδιώτες να περιφράσσουν
και να ελέγχουν την ελεύθερη πρόσβαση σε παραλίες κατά το δοκούν.
Εκπροσωπώντας αναίσχυντα ένα διεθνές κύκλωμα
καταπατητών και αποικιοκρατών που υποδύονται τους ευαγγελιστές της οικονομικής
ανάπτυξης, το σύστημα που πειθήνια εξυπηρετεί ο Κος Στουρνάρας επιδίδεται σε
μια απόπειρα νομιμοποίησης ενός ανείπωτα αισχρού εγκλήματος, αυτού που ήδη
επιχειρήθηκε και σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, με τραγικά αποτελέσματα, αφού
εκεί πλέον η καταστροφή του φυσικού τοπίου είναι μη αναστρέψιμη ενώ όλα
τα παραθαλάσσια θέρετρα έχουν μετατραπεί σε τσιμεντουπόλεις αποκρουστικής
ασχήμιας και χαμηλής ποιότητας ζωής.
Πρόστυχα ξεπουλώντας τον δημόσιο πλούτο στις
πολυεθνικές εταιρίες μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων αλλά και στις
κατασκευαστικές πολυτελών κατοικιών για πλουτοκράτες και προνομιούχους, ή
δίνοντας την δυνατότητα σε κάθε φτωχοδιάβολο να στήσει την χυδαία του εποχιακή
αρπαχτή, το παρόν, ιστορικά
ανεπανάληπτο όσον αφορά την χυδαιότητα του, καθεστώς υφαρπάζει με δόλο όχι μόνο
εκτάσεις που δεν ανήκουν σε κανέναν, αλλά και ένα κομμάτι της Ελληνικής ψυχής.
Η Ελλάδα, χωρίς τις ειδυλλιακές, ανέγγιχτες παραλίες της χάνει και το τελευταίο ίχνος αυθεντικότητας της και επιλέγει, αντί να διεκδικεί αυτό που της αξίζει, δηλαδή να είναι μια αριστοκρατική οικοδέσποινα για κοινό υψηλών προδιαγραφών, επιλέγει, ή μάλλον αναγκάζεται από ένα πραξικοπηματικό καθεστώς να κατέβει στις πιο ξεφτιλισμένες πιάτσες διεθνούς ανταγωνισμού διεκδικώντας την πελατεία της χαμηλότερης στάθμης ή τον προνομιούχο της πλέον αντικοινωνικής ελίτ που έχει ποτέ γνωρίσει η ανθρωπότητα, αυτήν του 1% του παγκοσμιοποιημένου, κληρονομικού, ολιγαρχικού πλούτου.
Η Ελλάδα, χωρίς τις ειδυλλιακές, ανέγγιχτες παραλίες της χάνει και το τελευταίο ίχνος αυθεντικότητας της και επιλέγει, αντί να διεκδικεί αυτό που της αξίζει, δηλαδή να είναι μια αριστοκρατική οικοδέσποινα για κοινό υψηλών προδιαγραφών, επιλέγει, ή μάλλον αναγκάζεται από ένα πραξικοπηματικό καθεστώς να κατέβει στις πιο ξεφτιλισμένες πιάτσες διεθνούς ανταγωνισμού διεκδικώντας την πελατεία της χαμηλότερης στάθμης ή τον προνομιούχο της πλέον αντικοινωνικής ελίτ που έχει ποτέ γνωρίσει η ανθρωπότητα, αυτήν του 1% του παγκοσμιοποιημένου, κληρονομικού, ολιγαρχικού πλούτου.
Για εκείνους που ζουν με την φαντασίωση
του εκλεπτυσμένου και πλούσιου τουρίστα,
έχω να τους αποκαλύψω πως οι αληθινά αριστοκρατικοί άνθρωποι, και δη εκείνοι
που έχουν χρήμα (αφού η φινέτσα ουδόλως ταυτόσημη αλλά μόνον συμπτωματική είναι
της οικονομικής δύναμης), οι πλούσιοι υψηλού κοινωνικομορφωτικού επιπέδου
λοιπόν, δεν έχουν την παραμικρή διάθεση ούτε σε λουσάτες μεζονέτες να μείνουν,
ούτε σε πολυσύχναστα μπιτς μπαρ να διασκεδάσουν,
και αν το κάνουν θα είναι καθ’ οδό προς όσο το δυνατόν πιο απομονωμένα και
ερημικά τοπία μπορεί να προσεγγίσει το σκάφος τους.
Όποτε έχω κάνει διακοπές στην Ελλάδα, τους
πιο ενδιαφέροντες, κοσμοπολίτες, πολυταξιδεμένους και πλούσιους – όχι μόνο
οικονομικά, αλλά επί της ουσίας, ψυχικά δηλαδή – ανθρώπους τους έχω συναντήσει
μόνο στις πιο απομακρυσμένες παραλίες. Κάτω από
κατσάβραχα, πίσω από ακανθώδεις ερημιές, με τα πόδια κουρασμένα να
ανεβοκατεβαίνουν σε ανηφόρες αμμώδεις, εκεί που το βάρος του σώματος
απορροφάται από την άμμο και κάνει το βήμα αργό, κουρασμένο, ακόμα και αν είσαι
20 χρονών και είναι το πρώτο σου μπάνιο για το καλοκαίρι. Εκεί
που δεν έχει μπαρ, δεν φτάνουν αυτοκίνητα, δεν έχει δωμάτια, εκεί που πας
ακριβώς επειδή λείπουν όλα αυτά.
Ποτέ δεν μου έχει τύχει να συναντήσω αξιόλογο
άνθρωπο, είτε τουρίστα, είτε ντόπιο σε παραλίες μαζικής και εμπορικής
διασκέδασης, τις λεγόμενες οργανωμένες, και φυσικά, ποτέ μου δεν διανοήθηκα να
πάω να χαλαρώσω δίπλα από την πισίνα ή στην ιδιωτική παραλία ενός ξενοδοχείου ή
ενός παραλιακού κλαμπ-μπαρ. Φυσικά και τα έχω επισκεφτεί πολλάκις όλα αυτά –
αλλά ποτέ δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, και εννοείται ούτε που μου πέρασε ποτέ
από το μυαλό ότι υποκαθιστούν έστω και καθ’ ελάχιστο την ομορφιά μιας
«υπανάπτυκτης» παραλίας.
Το πρώτο γεγονός – δηλαδή το ότι δεν
έχω συναναστραφεί δημιουργικά με ενδιαφέρουσες προσωπικότητες σε παραλίες
εμπορικοποιημένες – φυσικά δεν έχει να κάνει με την ποιότητα των εκεί
λουόμενων ανθρώπων. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι και εκεί, όπως και παντού,
υπάρχουν κάθε λογής άνθρωποι, πολλοί από αυτούς εξαιρετικά αξιόλογοι.
Η δομή όμως της μαζικής διασκέδασης ή χαλάρωσης που
επιβάλλεται σε τέτοιου είδους παραλίες (η αυστηρή χωροταξία της ξαπλώστρας και
της ομπρέλας, ο χρόνος παραμονής που κοστολογεί την απόλαυση σαν ταξίμετρο, η
πρόσβαση σε φαγητό και ποτό βιομηχανικής ποιότητας, η ψυχαναγκαστική ανοχή στις
ομαδικές αθλοπαιδιές και πάσης φύσης καφρίλες των ωρυόμενων παιδοβούβαλων)
καθιστά την εκδρομή στην εμπορική παραλία ως ένα είδος κοινωνικής σύμβασης που
ουδεμία σχέση έχει με την αυθεντική έννοια της μεταφυσικής μέθεξης με τον
ορίζοντα, τον αέρα και την θάλασσα που συμβολίζει μια αρχετυπική Ελληνική
παραλία. Θα έλεγα ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές
εμπειρίες. Στην εμπορική παραλία πηγαίνεις όπως τρως ένα γρήγορο πιάτο φαγητό
σε ένα φαστφουντάδικο, ενώ την ερημική την αναζητάς σαν μια υπαρξιακή ανάγκη
που ξεπερνάει τις βασικές, επιβιωσιακές προτεραιότητες.
Όσον αφορά το δεύτερο γεγονός, το ότι δηλαδή δεν
θεωρώ ως ιδανικό τόπο απόλαυσης της θάλασσας το είδος εκείνο της
εμπορικοποιημένης παραλίας που είναι συνδεδεμένη με κάποιο ξενοδοχείο ή
παραθεριστικό συγκρότημα / κέντρο διασκέδασης,
το αιτιολογώ επειδή βρίσκω καταπιεστικό και ασυμβίβαστο με την έννοια της
ξενοιασιάς τον άκαμπτο καθωσπρεπισμό που επιβάλλεται κανείς να έχει σε έναν
δημόσιο χώρο ο οποίος λειτουργεί με το πρωτόκολλο κάποιας επιχειρηματικής
δραστηριότητας. Όπως θα πας στο γήπεδο ή στο θέατρο και θα ακολουθήσεις τις
διαδικασίες που προβλέπονται για να παρακολουθήσεις το θέαμα, πιστά
συμμετέχοντας από το εισιτήριο μέχρι τις ιαχές, έτσι και στην
ιδιωτική παραλία ενός ξενοδοχείου θα πρέπει, ψυχολογικά και συμπεριφορικά, αν
όχι μέχρι και ενδυματολογικά, να είσαι ταιριαστός με το περιβάλλον.
Αν το ξενοδοχείο είναι πολυτελείας και εκεί
διαμένουν άνθρωποι ενός άλφα κοινωνικό-οικονομικού επιπέδου δεν είναι και τόσο
σίγουρο ότι θα αισθάνεσαι άνετα με την φτηνή σου σαγιονάρα. Αν πρόκειται για
ένα οικογενειακό περιβάλλον, και μεταξύ μας ποιο μαζικής απήχησης δημόσιο
περιβάλλον δεν είναι πρωτίστως οικογενειακό, τότε παραβάσεις της μικροαστικής
ηθικής όπως ένας μπάφος, τα πολλά μπαλαμούτια, ο γυμνισμός ή – θου κύριε! – οι
ομοφυλόφιλες περιπτύξεις είναι εκτός ορίων και μπορεί να προκαλέσουν μέχρι και
την σύλληψη σου. Επίσης, ακόμα και αν το περιβάλλον είναι καθαρό και
καλαίσθητο, πάλι υφίστασαι διαστρέβλωση του τοπίου και πραξικοπηματική επιβολή
κάποιας – όποιας – αισθητικής μπορεί να έχει το τυχόν παραλιακό κατάστημα . Από
70s κοσμοπολίτικο μέχρι πειραματικά τολμηρό μέχρι
ξεδιάντροπα ασχεδίαστο και βλάχικο – δεν έχει καμία σημασία, είναι μια επέμβαση
σε ένα τοπίο που σίγουρα ήταν ομορφότερο ως άθικτο.
Πέρα από την εξωστρεφή κοινωνικά αλληλεπίδραση, που
ούτως ή άλλως προσωπικά δεν είναι και η προτεραιότητα μου στις παραλίες, ή
οπουδήποτε αλλού είναι η αλήθεια, τις πιο εκστατικές και προσωπικές στιγμές
απόλυτης καταβύθισης στην μαγεία του Ελληνικού καλοκαιριού δεν τις έχω ζήσει με
μουσική υπόκρουση στη διαπασών, ούτε με χάχανα από μεθυσμένες παρέες και
μαρσαρίσματα αυτοκινήτων από πάρκινγκ ψαροταβέρνας, αλλά σχεδόν μόνος μου, ή
έστω συνυπάρχοντας ήσυχα και αρμονικά με άλλους, σε απομακρυσμένες
παραλίες όπου το τοπίο από μόνο του ενέπνεε μια ψυχοσωματική διέγερση και
αναζωογόνηση που καμία οργανωμένη απόλαυση δεν μπορεί να προσφέρει. Τίποτε δεν
μου έλειψε ποτέ από μια ερημική παραλία – ο ορίζοντας, κάποια σκιά φυσική, λίγο
παγωμένο νερό, ένα φρούτο ήταν πάντα αρκετά για ώρες ντελιριακής ευτυχίας.
Καταληκτικά, αν έχω την τύχη να απολαμβάνω το
προνόμιο του ποια παραλία θα επισκεφτώ για τις διακοπές μου, γνωρίζω ότι εμπορικοποιημένες
και τίγκα στις ξαπλώστρες παραλίες μπορώ να επισκεφτώ σε όλο τον πλανήτη, ενώ
πολυτελή παραθαλάσσια παραθεριστικά κέντρα υπάρχουν επίσης παντού. Παραλίες με
την ποιότητα νερού της Ελλάδας δεν υπάρχουν πουθενά στον πλανήτη. Πέρα από την
κρυστάλλινη ποιότητα της θάλασσας υπάρχει και η μοναδική, ανεκτίμητη φυσική
καλλονή του τοπίου της Ελλάδας, που αποτελεί παγκόσμιο κριτήριο ωραιότητας,
έχοντας αποτελέσει το εξιδανικευμένο φόντο για όλη την ιστορία της
Δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής και αποτελεί σημειολογικό σύμβολο της ίδιας της
ουτοπίας, που κατά τον 18ο αιώνα απεικονίζονταν με τοπία
της Αρκαδίας. Κανένας δεν μπορεί να έχει το δικαίωμα να αποκαλεί ιδιωτική
επιχείρηση και να περιφράσσει τον επίγειο παράδεισο.
Οι παραλίες της Ελλάδας είναι κάτι πολύ περισσότερο
από ένας τουριστικός προορισμός – είναι κάτι σαν το Grand
Canyon, σαν τους κοραλλιογενείς υφάλους, σαν τον Μέλανα
Δρυμό. Είναι ένα θαύμα της φύσης και πρέπει να παραμείνει ανέγγιχτο, επειδή
είναι ιεροσυλία το να στερήσεις αυτή την εμπειρία και κληρονομιά από τις
επόμενες γενιές στον βωμό του κέρδους.
Και μια τελευταία κουβέντα για το
κέρδος, αυτό το καρότο που πάντα λιμπίζονται οι εθισμένοι στα μαστίγια. Οι
αφελείς εκείνοι που ορέγονται θέσεις εργασίας και επιχειρηματικές ευκαιρίες ας
αρχίζουν από τώρα να ξεσκονίζουν τα βιογραφικά τους, μιας και είναι σίγουρο ότι
θα υπάρχει μεγάλη ζήτηση σε καθαρίστριες και γκαρσόνια με βασικό μισθό, μαύρα
εννοείται, ενώ οι πτυχιούχοι μπορούν να ελπίζουν σε μια θέση
ρεσεψιονίστ-μικρομεσαίου μάνατζερ στην καλύτερη των περιπτώσεων. Όποιος νομίζει
ότι οι πολυεθνικές και οι επενδυτές που θα έρθουν να στήσουν στις Ελληνικές
παραλίες τις βιομηχανίες μαζικής διασκέδασης ενδιαφέρονται για οτιδήποτε άλλο
εκτός από πρόθυμο και φτηνό εργατικό δυναμικό πλανάται πλάνη οικτρά. Ας
επισκεφτεί κανείς μια χώρα σαν την Ταϊλάνδη ή την Κόστα Ρίκα και ας δει εκεί
τους ντόπιους τι όμορφα και πειθήνια εκπορνεύονται από τα 12 για τους
Αμερικάνους και Ευρωπαίους τουρίστες. Τα κέρδη από τα θέρετρα φυσικά πηγαίνουν
στους μετόχους των πολυεθνικών στις οποίες ανήκουν, τι φαντάζεστε, ότι
επιστρέφουν στους ντόπιους?
ΠΗΓΗ: Παναγιώτης Χατζηστεφάνου για το Κουτί της Πανδώρας
ΠΗΓΗ: Παναγιώτης Χατζηστεφάνου για το Κουτί της Πανδώρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου