Καίγονται το Βέλγιο
και η Ιταλία
Το ερώτημα αν «αυτός
ο νόμος αφορά κι εμένα» δεν ήταν μόνο στην Ελλάδα που ακούστηκε πιο συχνά απ’
οποιοδήποτε άλλο τη διετία 2010 – 2011. Και στην υπόλοιπη Ευρώπη τέθηκε κατ’
αναντιστοιχία το ίδιο ακριβώς ερώτημα: «Κατά πόσο ό,τι γίνεται στην Ελλάδα
αφορά κι εμάς». Πολλοί λίγοι μπορούσαν να δεχτούν ότι η Ελλάδα ήταν το
πειραματόζωο ή ο ευαίσθητος κρίκος για να ενταχθεί όλη η Ευρώπη στα Μνημόνια
και να αποτελέσει το καινούργιο λαμπρό πεδίο δόξας του ΔΝΤ. Υπήρχε ακόμη
περιθώριο για να πιάνουν τόπο οι αιτιάσεις της αστικής τάξης περί ελληνικής
εξαίρεσης και χρόνιας ασωτίας που οδήγησε στην κρίση, ενώ η ίδια κέρδιζε χρόνο
ωθώντας τον ένα λαό της Ευρώπης να στρέφεται ενάντια στον άλλο. Ειδικά το 2010.
Το 2011-2012 η
κατάσταση άλλαξε με την ένταξη στον Μηχανισμό δανειοδότησης κι άλλων χωρών που
πλέον ήταν πολλές για να μπορεί να αποδοθεί η αιτία της υπερχρέωσης στην
«εξαίρεσή» τους. Ακόμη και τότε όμως υπήρχαν περιθώρια επανάπαυσης∙ και των από
πάνω και των από κάτω, μεταθέτοντας τις δύσκολες αποφάσεις για το απώτερο
μέλλον.
Το 2013 διαμορφώνεται
ένα νέο τοπίο όταν η κρίση πλήττει πλέον όλη την Ευρώπη, παύει δηλαδή να είναι
ένα φαινόμενο της περιφέρειας της ευρωζώνης όπως συνέβαινε στο ξέσπασμά της
όταν λόγω της αρχιτεκτονικής του κοινού νομίσματος η κρίση έπληξε πρωτίστως τις
μεσογειακές χώρες της Ευρώπης, και μπαίνει στην ημερήσια διάταξη των ασταθών
ούτως ή άλλως κυβερνήσεων η ανάγκη άμεσης ψήφισης αντιλαϊκών μέτρων. Τότε
ακριβώς, όταν για πρώτη φορά πλήττεται η Ευρώπη από την ύφεση με την είσοδο του
2013, είναι που δικαιώνεται η ερμηνεία του ελληνικού παραδείγματος ως πειραματόζωο
ή αδύναμου κρίκου. Η Ελλάδα κι η περιφέρεια της ευρωζώνης παύουν να αποτελούν
αποδιοπομπαίο τράγο όταν επίσης μαζί με την εμφάνιση της ύφεσης και την
επιτάχυνση της επίθεσης του κεφαλαίου αρχίζουν κι οι πρώτες εργατικές
αντιδράσεις απέναντι στον Αρμαγεδδώνα.
Το 2014, ειδικά το
δεύτερο εξάμηνό του, μπορούμε να πούμε ότι είμαστε μάρτυρες της μετάδοσης του
ελληνικού ιού στην Δυτική Ευρώπη. Οι παρατεταμένες εργατικές διαμαρτυρίες που
συγκλονίζουν το Βέλγιο, όπου έχει την έδρα της η ΕΕ, και την Ιταλία, την τρίτη
μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης σηματοδοτούν μια νέα φάση τόσο στη διαχείριση
της κρίσης, όσο και στις αντιδράσεις απέναντί της. Από κοινού, και ξέροντας
επίσης ότι προ των πυλών είναι νέα, πιο απειλητικά κύματα επίθεσης και
εργατικών αγώνων, δημιουργούν την βάσιμη ελπίδα ότι η αφύπνιση των ευρωπαϊκών
λαών μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για να ανατραπεί η επίθεση και να
δημιουργηθούν σοβαρά ρήγματα στην πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων.
Πεδίο μάχης οι
Βρυξέλλες
Η νέα κυβέρνηση που
ορκίστηκε τον Οκτώβριο στο Βέλγιο μπορεί να ξεκινούσε αναπαράγοντας όλες τις
παθογένειες του βελγικού πολιτικού συστήματος, ειδικότερα μια τάση παραλυσίας
λόγω της αντίθεσης μεταξύ φτωχού γαλλόφωνου νότου και πλούσιου φλαμανδόφωνου
βορά, όπως εκφράστηκε με τις διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν πέντε ολόκληρες
μήνες μέχρι να συμφωνηθεί ο σχηματισμός κατ’ αντιστοιχία με ό,τι είχε συμβεί
και το 2010 όταν οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν 18 ολόκληρους μήνες, αυτή τη
φορά εν τούτοις υπήρχε μια ουσιώδη πολιτική αλλαγή. Πρώτη φορά μετά από 26
χρόνια δεν συμμετείχαν στην κυβέρνηση οι σοσιαλιστές. Επιπλέον, στη νέα
κυβέρνηση συμμαχίας ξεχωρίζει η βαριά σφραγίδα της φλαμανδικής άκρας Δεξιάς,
και δικαιολογημένα καθώς το εθνικιστικό κόμμα Νέα Φλαμανδική Συμμαχία, το ένα
από τα τρία φλαμανδικά κόμματα που συμμετέχουν στον συνασπισμό, έλαβε το 20%
των ψήφων. Το Μεταρρυθμιστικό κόμμα του νέου πρωθυπουργού, Σαρλ Μισέλ, που
είναι το μοναδικό κόμμα το οποίο προέρχεται από την γαλλόφωνη Βαλονία είχε
κερδίσει λιγότερο από το 10% των ψήφων και δίνει την επίφαση της εθνικής
ενότητας. Κάλλιστα επομένως η νέα κυβέρνηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια
κυβέρνηση των πλουσίων του Βελγίου, με μάρτυρα την απόφαση των Φλαμανδών να
θέσουν μετά από καιρό κατά μέρους τα αποσχιστικά τους αιτήματα από τη στιγμή
που για πρώτη φορά τόσο έντονα και καθαρά η δική τους πολιτική ατζέντα
μετατρέπεται σε κυβερνητικές εξαγγελίες.
Έτσι οδηγούμαστε στην
κήρυξη του κοινωνικού πολέμου, όταν τον Οκτώβριο του 2014 το Βέλγιο ζει τον
δικό του Μάη του 2010. Τα νέα αντιλαϊκά μέτρα ανακοινώνονται ταυτόχρονα με την
ανάληψη των νέων κυβερνητικών καθηκόντων κι αφορούν σε περικοπές δαπανών ύψους
11 δισ. ευρώ για τα επόμενα πέντε χρόνια. Περιλαμβάνουν την άνοδο του ορίου
ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη, μέτρα περιορισμού των
χρηματοδοτήσεων στο κοινωνικό κράτος και, το σημαντικότερο, τερματισμό ενός
καθεστώτος αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που ίσχυε επί χρόνια βάσει του
οποίου μισθοί και κοινωνικά επιδόματα ακολουθούσαν αυτόματα την πορεία του
πληθωρισμού, επιτρέποντας έτσι να καλύπτονται οι εισοδηματικές απώλειες που
δημιουργεί στους μισθωτούς η άνοδος του κόστους ζωής.
Η αντίδραση των
Βέλγων ήταν ακαριαία, ξαφνιάζοντας έναν εξωτερικό παρατηρητή. Κι αυτό συνέβη
επειδή η τωρινή επίθεση είχε προετοιμαστεί. Ώριμες επίσης ήταν κι οι
συνειδήσεις των εργαζομένων μιας και το κοινωνικό ζήτημα δεν προέκυψε με το που
ανέλαβε πρωθυπουργός ο 38χρονος Σαρλ Μισέλ. Η ανεργία μπορεί να βρίσκεται στο
8,6%, αλλά μέσα σε ένα χρόνια αυξήθηκε σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η
ανεργία των νέων έχει φτάσει στο 25%. Επιπλέον, το 2011 το 15,3% του πληθυσμού
βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας, με το εθνικό ποσοστό να μειώνεται στο βόρειο
Βέλγιο στο 9,8%, ενώ στο νότιο τμήμα να αυξάνεται στο 19,2%. Η πτώση των μισθών
αποτυπώνεται κι από τη συρρίκνωση του καθαρού φορολογήσιμου εισοδήματος του
φτωχότερου 30% του πληθυσμού μεταξύ 1990 και 2009, την ίδια στιγμή που το
πλουσιότερο 10% έβλεπε τη συμμετοχή του αυξάνεται από 27,3% στο 31,9%. Αυτή
ήταν η εκρηκτική ύλη που είχε συγκεντρωθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια (κι
εκφράστηκε ανάγλυφα στην καταπληκτική ταινία Δύο ημέρες μία νύχτα που παίζεται
ακόμη στους κινηματογράφους) η οποία επέτρεψε την επομένη κιόλας των εξαγγελιών
να ξεκινήσουν οι εργατικοί αγώνες στο Βέλγιο που κορυφώθηκαν στις 15 Δεκεμβρίου
με την εθνική απεργία που παρέλυσε όλη τη χώρα.
Το ξεχωριστό στην
περίπτωση του Βελγίου κι αρκούντως ανησυχητικό για την συμμαχική κυβέρνηση που
ήδη βλέπει τα ποσοστά δημοτικότητάς της να καταποντίζονται ήταν πως η εθνική
απεργία ήταν πραγματικά η κορύφωση ενώ ήδη έχουν αρχίσει οι προετοιμασίες για
τους επόμενους αγώνες. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια τουφεκιά στον αέρα, όσο κι
αν οι εργατικές συνομοσπονδίες που κρατούν τα ηνία του συνδικαλιστικού
κινήματος, αποτελούν σύμβολα γραφειοκρατικής ενσωμάτωσης. Ενδεικτικό στοιχείο
για τον συνεχή αναβρασμό στο Βέλγιο είναι ότι της εθνικής απεργίας είχαν
προηγηθεί άλλες τοπικές απεργίες στις 24 Νοεμβρίου, την 1η και στις
8 Δεκεμβρίου, κ.α.
Οι διαδηλώσεις ωστόσο
δεν αφορούσαν μόνο την διατλαντική συμφωνία. Στο στόχαστρο των διαδηλωτών
βρέθηκε επίσης κι η ίδια η πολιτική της ΕΕ, όπως συζητιόταν στην σύνοδο κορυφής
των ευρωπαίων ηγετών, που είχε προγραμματιστεί για τις 19 και 20 Δεκεμβρίου για
να τελειώσει νωρίτερα. Γι’ αυτό και οι διαδηλωτές έκαψαν ομοίωμα της γερμανίδας
καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ κι άλλων ηγετών της ΕΕ, ενώ τα συνθήματα που κυριάρχησαν
στρέφονταν ενάντια στην λιτότητα και το δημόσιο χρέος.
Παρότι κι άλλες φορές
στο παρελθόν οι Βρυξέλλες έχουν μετατραπεί σε πεδίο μάχης, οι συνεχείς
διαδηλώσεις στην έδρα της ΕΕ τους τελευταίους μήνες συντελούνται σε ένα ολότελα
διαφορετικό τοπίο, σε σχέση για παράδειγμα με το Νοέμβριο του 1993, όταν και
πάλι οι αγρότες του Βελγίου είχαν δείξει τα δόντια τους. Πλέον, η ΕΕ έχει πάψει
να εμφανίζεται ως θεματοφύλακας των θεσμών, του κράτους πρόνοιας και της
δημοκρατίας και πλέον χωρίς προσχήματα αποτελεί τον ενορχηστρωτή της
κατεδάφισης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Επομένως όχι μόνο δεν της αξίζει πλέον
κανένας σεβασμός, αλλά όσο συντομότερα οι δρόμοι γύρω από το Ευρωκοινοβούλιο
και την Κομισιόν γίνουν θέατρα πανευρωπαϊκού πολέμου, τόσο καλύτερα για όλους.
Με απεργίες και
διαδηλώσεις απαντούν οι Ιταλοί
Στην Ιταλία η
αντίστροφη μέτρηση για τον εργατικό αναβρασμό που παρατηρείται τους τελευταίους
μήνες με αποκορύφωμα την απεργία την προηγούμενης Παρασκευής 12 Δεκεμβρίου
άρχισε τον Φεβρουάριο του 2014 όταν ο 39χρονος πρώην δήμαρχος της Φλορεντίας,
Ματέο Ρέντζι, με ένα εσωκομματικό πραξικόπημα ανατρέπει τον τότε πρωθυπουργό
Ενρίκο Λέτα, τον οποίο μέχρι τότε διαβεβαίωνε ότι δεν κινδυνεύει, και ορκίζεται
πρωθυπουργός. Το πολιτικό του άστρο έπαψε να λάμπει σχεδόν ταυτόχρονα με την
ψήφιση της αντεργατικής μεταρρύθμισης στην Βουλή τον Οκτώβριο. Ένα μήνα μετά,
στις περιφερειακές εκλογές του Νοεμβρίου, το κόμμα του, το Δημοκρατικό Κόμμα,
κατέγραψε αλλεπάλληλες ήττες, μέσω μαζικής αποχής, κερδίζοντας μόνο τις
επαρχίες Εμίλια Ρομάνα στο βορά (με 4 εκ. πληθυσμό και παραδοσιακά ισχυρή
παρουσία της Αριστεράς) και την Καλαβρία στο νότο. Ισχυροποιείται ωστόσο
πολιτικά ο αντίπαλος δεξιός πόλος γύρω από την Λίγκα του Βορρά που πλέον
γίνεται εθνικό κόμμα, αλλάζοντας την πολιτική της ατζέντα. Το αίτημα της
απόσχισης του πλούσιου βορά από την Ρώμη παραμερίζεται, ενώ στην προμετωπίδα
μπαίνει η αντιμεταναστευτική ρητορική και το αίτημα εξόδου από το ευρώ. Το
αποτέλεσμα είναι τα ποσοστά της να τετραπλασιαστούν κι από 5% στις ευρωεκλογές
να φτάσουν το 20% στις περιφερειακές εκλογές. Η μετεωρική άνοδος της Λίγκας
ωστόσο δεν απειλεί τον Ρέντζι γιατί κατά βάση συντελείται σε βάρος του κόμματος
του Μπερλουσκόνι, Φόρτσα Ιτάλια, που μετά την ανατροπή του από την
πρωθυπουργία, τον Νοέμβριο του 2011, μαζί με τον Γ. Παπανδρέου με απόφαση του
διδύμου Μερκοζί, βρίσκεται σε μια πορεία σταθερής περιθωριοποίησης.
Στην προώθηση της
αντεργατικής ατζέντας του, ο Ρέντζι έχει βρει ανέλπιστη σύμμαχο την Λίγκα του
Βορά που θέλοντας να αδρανοποιήσει την εσωκομματική του αντιπολίτευση,
προσφέρθηκε να ψηφίσει μαζί με τον πρωθυπουργό την εκθεμελίωση του άρθρου 18,
σε περίπτωση που είχε διαρροές από το κόμμα του. Προσφορά που έμεινε
αναξιοποίητη καθώς ο νόμος ψηφίσθηκε στις 9 Οκτώβρη με 165 ψήφους υπέρ και 111
κατά. Η αντίθεση επομένως στο ευρώ και την Γερμανία της ιταλικής Δεξιάς γίνεται
από τη σκοπιά των ιταλικών, αστικών συμφερόντων. Αποκτάει απήχηση και διείσδυση
στα λαϊκά στρώματα ωστόσο λόγω της πολιτικής ατολμίας της Αριστεράς να θέσει
έστω το αίτημα της εξόδου από το ευρώ, από τη σκοπιά των συμφερόντων της λαϊκής
πλειοψηφίας. Αυτών ακριβώς των συμφερόντων που την προηγούμενη Παρασκευή 12
Δεκεμβρίου βγήκαν στους δρόμους 54 πόλεων της Ιταλίας, από το πάλαι ποτέ
βιομηχανικό Τορίνο μέχρι την Σικελία, με το σύνθημα «Έτσι δεν πάει» (Cosi non
va!). Σε δύο μάλιστα πόλεις, το Μιλάνο και το Τορίνο, δεν έλειψαν και οι
συγκρούσεις με την αστυνομία. Εναντίον του Ρέντζι διαδήλωσαν πρώτοι απ’ όλους
εκατομμύρια εργαζόμενοι που δικαίως ανησυχούν πως η απελευθέρωση των απολύσεων
θα οδηγήσει την επίσημη ανεργία σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από το 13% που είναι
τώρα, όταν δύο χρόνια πριν ήταν στο 10%. Μαζί τους ήταν συνταξιούχοι που
διαδήλωναν ενάντια στις συντάξεις των 500 ευρώ, νέοι που ζητούσαν επιδότηση της
στέγης γιατί δεν μπορούν να αντέξουν τα πολύ υψηλά ενοίκια, εκπαιδευτικοί που
ζητούσαν επιπλέον δαπάνες, κ.α. Ως αποτέλεσμα της μαζικής συμμετοχής στην
απεργία οι συγκοινωνίες παράλυσαν, δημόσια διοίκηση, νοσοκομεία και σχολεία
έμειναν κλειστά ενώ υψηλή συμμετοχή στην απεργία καταγράφτηκε και στον ιδιωτικό
τομέα με ολόκληρους κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία να κατεβάζουν ρολά.
Οι μεγάλοι ωστόσο
απόντες των πολύ σημαντικών αγώνων που τώρα ξεσπούν στην Ιταλία, όπως και στο
Βέλγιο, ήταν πρώτο, μια ισχυρή ταξική πτέρυγα του εργατικού κινήματος που θα
ξεπεράσει τους συμβιβασμούς των επίσημων σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων CGIL και
UIL, τα οποία ένα μήνα πριν συνομιλούσαν με τον Ρέντζι σε μια επίδειξη
υπευθυνότητας, και μια Αριστερά μαχητική και εργατική που θα εμπνέει και θα
αλλάζει τους συσχετισμούς, χωρίς αυταπάτες για τις κυβερνήσεις και τους
θεσμούς.
*(Πριν,
21 Δεκεμβρίου 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου